Στον απόηχο του 50ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (Δημοσίευση στην εφημερίδα Greek News 30/11/2009)


Υπέροχος καιρός, χαλαρός κόσμος, βόλτα στα Λαδάδικα και την Πύλη Αξιού το βράδυ, αίθουσες ασφυκτικά γεμάτες, νεανικό κοινό. Δέκα ημέρες γεμάτες ζωντάνια. Η Δέσποινα Μουζάκη και ο Γιώργος Χωραφάς, με εξαιρετική κριτική ματιά, επέλεξαν ταινίες για όλα τα γούστα. Με άριστη δομή και χωρισμένες σε κατηγορίες, όλες οι προβολές και τα masterclasses ξεκινώντας από τις 11 το πρωί και τελειώνοντας περίπου στις 1 τη νύχτα, προσέλκυσαν εκατοντάδες κόσμου στις Αποθήκες και στο Ολύμπιον. Όλα τα παιδιά, εθελοντές του Φεστιβάλ, πάντα με κέφι, ευγένεια και άμεμπτη οργάνωση διεκπεραίωσαν άριστα το έργο τους.

Το 50ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου άρχισε στις 13 Νοεμβρίου υπό την σκιά του boycott της Fog Films. Του άτυπου σωματείου, δηλαδή, νέων Ελλήνων σκηνοθετών, οι οποίοι σύμφωνα με πληροφορίες απαίτησαν από τη Διευθύντρια του Φεστιβάλ, Δέσποινα Μουζάκη, ειδική μεταχείριση για τις ταινίες τους, αλλά και εξέφρασαν παράπονα για το γεγονός ότι το Φεστιβάλ διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη και όχι στην Αθήνα. Παρόλο που η Δέσποινα Μουζάκη τους παραχώρησε αρκετές full μέρες για να προβληθούν οι ταινίες τους, αλλά και πρωινά για τη διεξαγωγή masterclasses, εκείνοι δε δέχθηκαν και ως απάντηση διοργάνωσαν, επιτυχώς και με μεγάλη προσέλευση, ένα δικό τους μίνι φεστιβάλ, που διεξήχθη από 5-11 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο Έλλη, στην πρωτεύουσα. Η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου στο ενδιάμεσο. Όμως σίγουρα, το Διεθνές Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης στερήθηκε μερικών καλών ελληνικών ταινιών, όπως ο πολυβραβευμένος Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου, η Χρυσόσκονη της Μαργαρίτας Μαντά και το Στο βάθος κήπος του Κλεάνθη Δανόπουλου. 

Από τις 11 ταινίες που παρακολούθησα, στις 4 μέρες που βρέθηκα στη συμπρωτεύουσα, ξεχώρισα 6 για την ευαισθησία, αλλά και την ιδιαίτερη κινηματογραφική τους τεχνική. Το λατινοαμερικάνικο σινεμά έχει κάνει τεράστια άλματα τα τελευταία χρόνια και έχει δώσει καταπληκτικές ταινίες, όπως ο Λαβύρινθος του Πάνα, το εκπληκτικό Ορφανοτροφείο, η λιγότερο γνωστή αλλά υπέροχη Ραχοκοκαλιά του Διαβόλου, το Battle in Heaven, τα 21 γραμμάρια και πάρα πολλά ακόμα. Στο Φεστιβάλ έχουν προβληθεί κατά καιρούς πολλές από αυτές, αλλά και άλλες, λιγότερο γνωστών σκηνοθετών, κάποιες από τις οποίες δυστυχώς δε βγήκαν καν στις αίθουσες. Φέτος, λοιπόν, από τις ταινίες της άλλης πλευράς του Ατλαντικού ξεχώρισα το Gigante και το εκπληκτικό Paraiso, ήδη βραβευμένες και οι δύο.

Το Gigante, που είναι γυρισμένο στο Μοντεβιδέο, εξιστορεί με σχετικά αργούς ρυθμούς τη ζωή ενός γλυκού, ευαίσθητου γίγαντα, ο οποίος εργάζεται σαν υπεύθυνος ασφάλειας σε σούπερ μάρκετ αλλά και σε νυχτερινό κλαμπ. Από τις οθόνες ασφαλείας, ο εσωστρεφής μας πρωταγωνιστής ξεχωρίζει μία από τις καθαρίστριες, την οποία ερωτεύεται και εν συνεχεία παρακολουθεί, προσπαθώντας να ζήσει στη ζωή της, μιας και δεν αποφασίζει να την πλησιάσει. Βόλτες στους δρόμους του Μοντεβιδέο, στα μαγαζιά, το σινεμά, την παραλία και η ζωή της μιας γίνεται και ζωή του άλλου. Όταν εκείνη απολύεται… εκείνος απελπισμένα προκαλεί και τη δική του απόλυση και βρίσκει το θάρρος να την προσεγγίσει. Τελευταία σκηνή, οι δυο τους, καθισμένοι στη λευκή άμμο μιας απέραντης παραλίας, συζητούν για πρώτη φορά. 

Το Paraiso ήταν μια πραγματικά εκπληκτική ταινία, που εξιστορεί τη ζωή 6 νέων, στις τρώγλες της Λίμα του Περού, οι οποίοι προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν από κάτι για να ξεφύγουν από τη μιζέρια της ζωής τους. Παιδιά που ονειρεύονται και κινούνται στα περίχωρα μιας παραγκούπολης, κάνουν παρέα, μνημονεύουν ένα φίλο τους που σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τρομοκράτες, συμμετέχουν στην κατασκευή της πισίνας του σχολείου, ξέροντας ταυτόχρονα ότι δεν έχουν καν τρεχούμενο νερό για να πιούν. Εξαιρετική ματιά του Hector Galvez, ηρεμία αλλά και ένταση στις σκηνές, ξεχωριστοί χαρακτήρες και εφηβικά πρόσωπα με επαγγελματική ηθοποιία. 

Το Unloved, βρετανικής παραγωγής, παρακολουθεί τη ζωή της συγκλονιστικής Λούσι, ενός 11χρονου κοριτσιού που έχει εγκαταλειφθεί από τους γονείς του και ζει σε ένα ξενώνα νέων. Κανείς δεν υπάρχει για να αγαπήσει αυτό το πανέμορφο πλάσμα με τα υγρά, γαλανά μάτια και τα μακριά ξανθιά μαλλιά, που βρίσκει καταφύγιο στην Παναγία. Η πίστη είναι το μόνο που της έχει απομείνει αφού γύρω της όλα καταρρέουν. Κανείς απολύτως εκ των θεατών δεν κουνήθηκε από τη θέση του και δεν ακούστηκε ούτε ανάσα κατά τη διάρκεια της ταινίας, που ναι μεν είχε σε κάποιες φάσεις υποτονικούς ρυθμούς, αλλά διέθετε εξαιρετική ευαισθησία. Ο σεναριογράφος και η παραγωγός της ταινίας βρίσκονταν στην αίθουσα και συζήτησαν με το κοινό μετά το πέρας της ταινίας. 

Στην βραβευμένη, Ολλανδικής παραγωγής, ταινία Nothing Personal παρακολουθήσαμε τη ζωή μιας περίεργα όμορφης κοπέλας, που μόλις έχει χωρίσει και τριγυρίζει στους αγρούς της Ιρλανδίας. Κοιμάται στα χωράφια και τις παραλίες, τρώει από τα σκουπίδια και αγναντεύει την ανταριασμένη θάλασσα. Κάπου στις περιπλανήσεις της γνωρίζεται με ένα μοναχικό άντρα, ο οποίος ζει σε ένα cottage, πάνω στη θάλασσα. Αρχίζει να δουλεύει γι’ αυτόν, με αντάλλαγμα φαγητό και στέγη, αλλά με μια συμφωνία. Να μη λεχθεί μεταξύ τους απολύτως τίποτα προσωπικό. Στο τέλος, πλέον, της ταινίας, όταν διαφαίνεται το αμοιβαίο ενδιαφέρον, συμβαίνει το μοιραίο… Εξαιρετική σκηνοθεσία και ηθοποιία. Μοναδικά τοπία. Μοναξιά και εσωστρέφεια. Φόβος αλλά και ανθρώπινη επαφή. 

Οι δύο τελευταίες ταινίες που ξεχώρισα δεν είχαν καμία σχέση με τις πιο πάνω. Χαρακτηρίζονται από έντονη και εκκωφαντική δράση και σκηνές τρομαχτικές πολέμου και βίας, πραγματικά αριστουργήματα κινηματογραφίας. Το Bure Baruta του τιμώμενου σκηνοθέτη Goran Paskaljevic και το Lebanon του Samuel Maoz, που κέρδισε και το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Καταιγιστικός ρυθμός, δυνατές σκηνές, σα να τις ζεις μαζί με τους πρωταγωνιστές, σε δύο ταινίες που κέρδισαν τις εντυπώσεις ζαλίζοντας το κοινό.

Δυστυχώς, υπήρξαν και ταινίες στις οποίες τα εισιτήρια είχαν εξαφανιστεί από μέρες, όπως το Μορφίνη, το Γάλα της Θλίψης, το Capitalism: A love story και αρκετά άλλα, τα περισσότερα όμως από τα οποία θα παιχτούν στις αίθουσες αυτό το χειμώνα. Η Θεσσαλονίκη στα καλά της, υποδέχτηκε πολλούς γνωστούς πρωταγωνιστές, σκηνοθέτες και δημιουργούς. Στην Πλατεία Αριστοτέλους και επάνω στην πρόσοψη του Ολύμπιον έπαιζε ένα τεράστιο animation, εκπληκτικής τεχνικής, από τις 7 το βράδυ και μετά. Το σήμα Why Cinema Now? του 50ου Φεστιβάλ βρισκόταν παντού, παρέα με το κλιπάκι με το καταιγιστικό animation και τη μουσική που σε παρασύρει στο ρυθμό της. Why Cinema Now? Because we love it. Because cinema ain’t going to give you any answers. It’s going to make you think even more. Because there are people out there who love all aspects of life and have the talent to turn them into a movie. Moving images that make us dream, think, react, participate, laugh, smile and cry.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.