Δημοσίευση στην εφημερίδα Greek News
Είναι Σάββατο βράδυ και ψιλοβρέχει. Η Αθήνα έχει ντυθεί σεμνά και ενοχικά στο πνεύμα των Χριστουγέννων, προσπαθώντας να εμπνεύσει χαμόγελα, αλλά οι πολίτες της πρωτεύουσας –όπως και όλης της χώρας- ζουν και αναπνέουν σε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα αβεβαιότητας, φόβου και καταστροφολογίας. Όλα τα τηλεοπτικά κανάλια –πλην του ALTER που δεν εκπέμπει πια-, οι εφημερίδες και τα πολιτικά περιοδικά έχουν τους τελευταίους μήνες δημοσιεύσει αναρίθμητα σενάρια για το μέλλον της Ελλάδας και της ευρωζώνης, για την επιστροφή στη δραχμή, για τις καταθέσεις, για την νέα ισοτιμία, για τη φοβερή ακρίβεια της «επόμενης μέρας», για την πιθανή έλλειψη σε είδη πρώτης ανάγκης, φάρμακα και τρόφιμα. Είναι, δε, τόσο γλαφυρά παρουσιασμένα αυτά τα σενάρια, που πλέον ο κόσμος απλά περιμένει «το τέλος». Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη θλίψη είναι η δραματική αύξηση των ανθρώπων που τρέφονται από τα συσσίτια της πολιτείας και της εκκλησίας, ότι πολλά παιδιά λιποθυμούν στα σχολεία από ασιτία και ότι η ανεργία έχει επισήμως φτάσει στο 18%, αλλά ανεπίσημα είναι σίγουρα πάνω από 20%.
Όλα αυτά ήταν καλά κρυμμένα για αρκετές βδομάδες. Και ξαφνικά, όσο πλησιάζουμε στις γιορτές των Χριστουγέννων, τα πράγματα άλλαξαν. Σα να γύρισε ένα κουμπί και ξάφνου, άλλαξε η ψυχολογία, γέμισαν οι δρόμοι, τα κέντρα, τα μπαράκια και τα εστιατόρια. Σάββατο βράδυ, λοιπόν, παρά το ψιλόβροχο, η κίνηση στις λεωφόρους Κηφισίας και Βασιλίσσης Σοφίας ήταν τρομαχτική. Θύμιζε κάτι από Νέα Υόρκη, σε ώρες αιχμής. Όταν απλά αφήνεις ήρεμα το φρένο για να διανύσεις μερικά μόλις μέτρα, χαζεύοντας στωικά το ποτάμι με τα κόκκινα φώτα των αυτοκινήτων, που απλώνονται σε απόσταση χιλιομέτρων, και σκεπτόμενος την στιγμή που θα ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού σου, θα βάλεις ένα ποτήρι λευκό κρασί και θα χαλαρώσεις στον καναπέ.
Μάταια προσπαθούσα να καταλάβω αν είχε γίνει κάποιο ατύχημα ή αν κάποιος αστυνομικός ρύθμιζε την κίνηση, επειδή κάτι συνέβη. Τίποτα όμως δεν είχε συμβεί. Απλά είχε κίνηση. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι Σάββατο βράδυ όλοι αυτοί είχαν βγει απλά βόλτα με το αμάξι. Κάπου πήγαιναν και όταν έφτασα στο Κολωνάκι διαπίστωσα ότι όλα τα γνωστά κέντρα ήταν τίγκα στον κόσμο, τα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα στη νησίδα της Πλατείας και ότι κάποιοι τσακώνονταν για να παρκάρουν ακόμα και σε πυλωτές πολυκατοικιών –στις οποίες προφανώς δεν διαμένουν! Το ίδιο ακριβώς συνέβη και σήμερα Δευτέρα –μια εξίσου βροχερή μέρα- όταν γύρω στις 12 τη νύχτα, περίμεναν τουλάχιστον 30 άτομα για τραπέζι στο T.G.I. Friday’s.
Αυτά τα mixed social signals με έχουν ομολογουμένως μπερδέψει. Από τη μία, η αγορά έχει παγώσει εντελώς. Δεν υπάρχει καθόλου ρευστό, ενώ ακόμα και οι επιχειρήσεις που διαθέτουν ρευστό δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, από φόβο μήπως ξεμείνουν. Έχουν κλείσει πολλά μαγαζιά σε πάρα πολλές περιοχές της Αθήνας. Σχεδόν όλοι όσοι ενοικιάζουν σπίτια έχουν ζητήσει τη μείωση των ενοικίων τους, αφού ο προϋπολογισμός δεν βγαίνει. Η εφημερίδα Πρώτο Θέμα έκανε την αρχή με τα εκπτωτικά κουπόνια των σούπερ μάρκετ Carrefour και έγινε ανάρπαστο, ενώ ακολούθησαν και άλλες εφημερίδες με κουπόνια για άλλα σούπερ μάρκετ ή μαγαζιά, όπως τα Hondos Center και Marks & Spencer.
Από την άλλη, υπάρχει μια μεγάλη μερίδα κόσμου –νέου κόσμου- που ή δεν έχει καταλάβει τίποτα ή δεν ενδιαφέρεται ή απλά δεν έχει «νιώσει» την κρίση. Φυσικά είναι απόλυτα λογικό σε μία πόλη 5 εκατομμυρίων κατοίκων, να υπάρχει και ανέγγιχτος από την κρίση κόσμος που διαθέτει αρκετά λεφτά. Και δεν ξέρω αν αυτό αποτελεί πρόκληση, κάτι φυσιολογικό ή παραδόξως ενθαρρυντικό. Έχουμε πολλάκις αναλύσει το προφίλ του Έλληνα, ενός λαού που δεν αντέχει για πολύ καιρό την καταστροφολογία και που ζει για το σήμερα. Ενός λαού που ακόμα και μέσα στη μιζέρια του, αναζητά την καλοπέραση.
Και η αλήθεια είναι ότι χαίρομαι που υπάρχει αυτός ο κόσμος. Χαίρομαι που δεν είναι όλοι στην ίδια κατάσταση και δεν έχει μετατραπεί η Αθήνα σε μία καταθλιπτική, έρημη πόλη. Χαίρομαι που έχει κίνηση, που η νεολαία βγαίνει έξω, που κάποιοι ακόμα χαμογελούν, που κάποιους δεν τους νοιάζει τι γίνεται. Μακάρι να ήμουν κι εγώ έτσι. Μακάρι να μη μ’ ένοιαζε τίποτα. Μακάρι να μπορούσα να ζήσω το σήμερα σα να μην υπάρχει αύριο. Θα ήθελα κι εγώ όταν βγαίνω έξω με τους φίλους μου να μη συζητώ για το σκοτεινό μέλλον των καταθέσεών μου, για το μέλλον των συντάξεων των γονιών μου, για τις έκτακτες εισφορές, για την τρελή φορολογία, για το ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την αβεβαιότητα που πνίγει εμένα και τους ανθρώπους της γενιάς μου. Όμως η αλήθεια είναι ότι αυτό είναι το βασικό θέμα συζήτησης πλέον σε όλους τους κύκλους των ανθρώπων άνω των 35 και ειδικά εκείνων που έχουν παιδιά.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν σε μερικά χρόνια θα λέμε «θυμάσαι τότε που βγαίναμε έξω, πηγαίναμε διακοπές και γελάγαμε» ή θα λέμε «ρε παιδιά θυμάστε το ’11 και το ’12 τι γινόταν; Που ψάχναμε στα σούπερ μάρκετ για μακαρόνια;». Και αυτά τα δύο σενάρια με φοβίζουν ιδιαίτερα. Και το ότι μπορεί κάποτε να αναλογιζόμαστε τις καλοκαιρινές διακοπές που κάναμε όταν τα πράγματα ήταν διαφορετικά και το ότι μπορεί κάποια στιγμή να έχω στο πορτοφόλι μου μόνο μερικά ευρώ, που θα φτάνουν μετά βίας για 2 πακέτα μακαρόνια, με τα οποία θα πρέπει να περάσω ένα μήνα. Όπως είναι τώρα δηλαδή κάποιοι άνθρωποι. Οι φτωχοί σίγουρα θα γίνουν φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι –αφού με τις καταθέσεις τους σε τράπεζες του εξωτερικού σε ευρώ θα μπορούν να αγοράσουν ακόμα και τη χώρα ολόκληρη. Με τη μεσαία τάξη όμως τι θα γίνει; Με εμάς όλους που παλεύουμε με την ανεργία, την έλλειψη ρευστού, τις εισφορές ακινήτων, τις εισφορές αλληλεγγύης –που είμαι σίγουρη πως πάνε υπέρ «πίστεως»- με τον ΦΠΑ, τις επιχειρήσεις που δεν μας πληρώνουν, τις συντάξεις που μειώνονται μήνα με τον μήνα, τι ακριβώς θα γίνει;
Κι εκεί που με πιάνει απελπισία κατηφορίζω στην πλατεία Κολωνακίου, για να δω τα «γνωστά» πρόσωπα να πίνουν καφέ στο Da Capo, να διαβάζουν εφημερίδα στη Βιβλιοθήκη, να γευματίζουν στο Πρυτανείο και να διασκεδάζουν στο Lalu και το Rock N Roll που πρόσφατα ξανάνοιξε. Και ενώ παλιά αυτό το σκηνικό με ενοχλούσε αφάνταστα, τώρα πλέον χαίρομαι να το βλέπω. Πολύ απλά γιατί με βγάζει από τη μιζέρια. Γιατί με κάνει να ξεχνιέμαι και να χαμογελώ. Γιατί θέλω να βλέπω κίνηση και όχι μαύρα σκοτάδια. Γιατί θέλω να βλέπω τους ανθρώπους να περνάνε καλά, έστω και για μερικές ώρες.
Είχε έναν υπέροχο ήλιο σήμερα Τετάρτη στην Αθήνα. Κι έναν καταγάλανο ουρανό, που δεν μπορεί παρά να σε κάνει να χαμογελάς. Η Ερμού είχε κόσμο και ο Μπαϊρακτάρης ήταν γεμάτος. Και είναι όμορφη η πόλη όταν είναι ζωντανή, στολισμένη –έστω και υποτυπωδώς- με ανθρώπους να κάνουν τη βόλτα τους, να ψωνίζουν και να γελούν –όσο μπορούν. Νομίζω ότι δεν θέλουμε πολλά πράγματα πλέον. Κάποιον μόνο να μας πει ότι όλα θα πάνε καλά και ότι αυτές οι θυσίες που κάνουμε 2 χρόνια δεν θα πάνε down the drain. Κάποιον να μας χαμογελάσει και να μας κάνει ως λαό να αισθανθούμε έστω και λίγη σιγουριά για το μέλλον. Σε αυτή τη φάση έχουμε περισσότερο ανάγκη από συναισθηματική υποστήριξη, παρά από οικονομική. «Ένα πιάτο φακή θα βρούμε να φάμε, άλλωστε», όπως μου είχε πει κάποτε ένας φίλος.