Δημοσίευση στην εφημερίδα Greek News http://www.greeknewsonline.com/
Προσπαθώντας να ξεφύγω από τη μιζέρια της ελληνικής τηλεόρασης, τις μόνιμες φάτσες που κατακλύζουν τις οθόνες και τη διαρκή φιλολογία της καταστροφολογίας, κατέφυγα σε ένα ασφαλές και αγαπημένο καταφύγιο. Hollywood… the old Hollywood. Και κατάλαβα για μια ακόμα φορά τη μαγεία του κινηματογράφου εκείνης της εποχής. Όχι μόνο του αμερικάνικου, αλλά φευ και του ελληνικού. Όταν οι ταινίες ήταν χαμηλού budget, αλλά με τεράστιο αντίκτυπο. Όταν επικεντρώνονταν στα πρόσωπα και όχι στα gadget. Τότε που η ανθρώπινη διάσταση του κάθε ρόλου μάς έκανε να «νοιαζόμαστε» και να «συνδεόμαστε» με καθέναν από αυτούς, κατά ένα διεισδυτικό και διαχρονικό τρόπο. Κάθε φορά που ξαναβλέπουμε τις ταινίες αυτές, το συναίσθημα αυτό επιστρέφει. Και είναι τόσο αυθεντικό και έντονο, όσο ήταν την πρώτη φορά.
So, Saturday night, I popped in Casablanca –probably for the 40th time. Για το μαυρόασπρο. Για τη μουσική. Για τις ατάκες. Για το ύφος του Captain Renault, την αιθέρια Ingrid και τον macho Bogart. Και άθελά μου προέβην σε ταυτοποιήσεις ή έστω σε συγκρίσεις προσώπων και καταστάσεων. Αθέλητα. Γιατί άλλη όρεξη δεν είχα από το να βλέπω στο πρόσωπο του ταγματάρχη Heisser την Μέρκελ, στο πρόσωπο του Renault τον Μπερλουσκόνι και στο πρόσωπο του Ugarte κάθε καημένο Έλληνα που προσπαθεί να βγάλει κάνα φράγκο, technically χωρίς να βλάψει κανέναν. Το περίεργο είναι ότι αυτή η ταινία γυρίστηκε το 1942, εν μέσω, δηλαδή, του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Κι όμως… οι ομοιότητες με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις είναι απίστευτη, if you think about it.
Ακουσίως, λοιπόν, άρχισα να συνδυάζω φάτσες και καταστάσεις, γελώντας τις περισσότερες φορές με τις ιδιότυπες σκέψεις μου ή μέχρι το που μπορεί να φτάσει κάποιος by watching a movie and drinking a chilled glass of white wine. Αυτό το Rick’s Café… the more I think about it, the more it reminds me of Greece. Για πολλούς λόγους. Γιατί είναι δημοφιλές. Γιατί όλοι θέλουν να το αγοράσουν –βλέπε Signor Ferrari του Blue Parrot. Γιατί εκεί λαμβάνουν κεκαλυμμένα –πίσω από κλειστές πόρτες δηλαδή- ένα σωρό ατασθαλίες και ανομίες. Γιατί όσοι το επισκέπτονται, περνάνε καλά. Και γιατί η ρουλέτα είχε κολλήσει στο 22. Από την άλλη βέβαια, το Café ανήκει και διοικείται από κάποιον που –παρά το μικρό του ύψος- διακατέχεται από αδιαμφισβήτητο χιούμορ –Captain Renault is just like any other man, only more so-, κυνισμό, ελεεινή ειρωνεία –I came in Casablanca for the waters-, οξύνοια, μαγκιά –I am a drunkard-, αυθάδικη ειλικρίνεια –I stick out my neck for nobody-, ετοιμολογία, κεκαλυμμένη ευαισθησία, υπεροψία, εφευρετικότητα, καχυποψία και ωμότητα -Either lay off politics, or get out. Και δυστυχώς αυτό δε θα μπορούσα να το πω για κανέναν από τους πολιτικούς μας ηγέτες. Κρίμα. Ένας τέτοιος θα μας διοικούσε όπως μας χρειαζόταν και θα προστάτευε τα χωράφια μας με αντίστοιχες ατάκες του τύπου: «Well there are certain sections of Greece, Angela –or even Tayyip-, that I wouldn’t advise you to try to invade», «We are the only "cause" I am interested in», «We are on their blacklist – their roll of honor»…
Ο Captain Renault είναι μια απίστευτη φυσιογνωμία, γαλλοϊταλικού αέρα. Μπορεί να διαχωρίσει το καλό από το κακό και το άτιμο από το τίμιο. Ξεχωρίζει τον ντόμπρο και τον προτιμά για παρέα ή για φίλο, γιατί και εκείνος με τη σειρά του τον βοηθά. Εκμεταλλεύεται την ανάγκη του αδύναμου και πατά επάνω της για να πάρει αυτό που θέλει. Από την άλλη όμως υπακούει στον προδήλως ισχυρότερο –βλέπε Γερμανό ταγματάρχη- χωρίς όμως να φαίνεται ότι είναι brown-noser. So, if you think about it φέρνει κάτι σε Μπερλουσκόνι ή Σαρκοζί. Ακόμα και στο ύφος. O Μπερλουσκόνι à propos έχει γίνει ουσιαστικά ο περίγελος της Ευρώπης με τη μακριά λίστα των 18χρονων με τις οποίες «συσχετίστηκε». Κι όμως η Ιταλία τον στηρίζει. Οι Ιταλοί τον στηρίζουν για πολλούς λόγους, δύο εκ των οποίων είναι οι εξής: πρώτον γιατί έχει προσφέρει ουσιαστικά έργα στη χώρα και δεύτερον –χωρίς γέλια- γιατί δεν υπάρχει αντίπαλος. Έχει καταφέρει με την προσωπικότητα και τις πράξεις του –έννομες ή μη- να εξαφανίσει στην κυριολεξία τον αντίλογο. Κι αυτό για έναν πολιτικό είναι μεγάλο κατόρθωμα.
Όταν βλέπω τον Major Heisser, που ερμηνεύτηκε εξαιρετικά από τον Conrad Veidt, είναι σα να οραματίζομαι την Μέρκελ, για κάποιο λόγο. Όχι τον Χίτλερ. Τη Μέρκελ. Open parenthesis. Άλλωστε ο Χίτλερ ήταν μια προσωπικότητα που δύσκολα θα αποτυπωνόταν σε οποιοδήποτε ρόλο –όπως και κάθε μεγάλος ηγέτης. Γιατί δε νομίζω ότι έχει κανείς την παραμικρή αμφιβολία για το ότι ο Χίτλερ ήταν ηγέτης. Έλεγε φεγγάρι και ήταν ήλιος. Μιλούσε για Αρία φυλή και η Wehrmacht αιματοκυλούσε την Ευρώπη, τη Ρωσία και την Αφρική. Και ακριβώς αυτοί οι άνθρωποι τώρα έχουν τα μούτρα και το θράσος να κοιτάνε στα μάτια την ίδια Ευρώπη. Parenthesis closed. Η Μέρκελ όμως αποπνέει ψήγματα γελοιότητας, κάθε φορά που την αντικρίζουμε στην τηλεόραση. Δεν είμαι σίγουρη γιατί. Ίσως γιατί προσπαθεί τα μάλα να επιβληθεί. Ίσως γιατί πασχίζει να βρει λύσεις, που θα βοηθήσουν την ευρωζώνη, αλλά χωρίς να δυσαρεστήσει τους Γερμανούς –ας μη ξεχνάμε ότι η έννοια της «καρέκλας» είναι μείζονος σημασίας σε όλα τα πολιτικά μήκη και πλάτη της γης. Η εξουσία άλλωστε προκαλεί αγιάτρευτο μεθύσι. Ίσως επειδή κι αυτή η κακομοίρα είναι όσο καθυστερημένη είναι και οι δικοί μας και νομίζει ότι η Γερμανία μπορεί να σταθεί μόνη της, ακόμα και σε μια καταστρεμμένη οικονομικά Ευρώπη, γιατί εκεί βαδίζουμε. Αν η Γερμανία δε μπορεί να εξάγει τα προϊόντα της πουθενά, γιατί κανείς δεν θα είναι εις θέσιν να τα αγοράσει, τότε η «τερατώδης» της οικονομία θα καταρρεύσει σα χάρτινος πύργος. Έτσι και ο Heisser… Εκεί που νομίζει ότι είναι πανίσχυρος, την τρώει από τους outsiders –βλέπε από τον Τσεχοσλοβάκο Laszlo και τους Γάλλους, που επισκίασαν φωνητικώς τους Γερμανούς με τη Μασσαλιώτιδα στο café.
Παρόλα αυτά για μένα, ένας από τους χαρακτήρες που ξεχώρισε, παρά το ότι εμφανίστηκε ελάχιστα, ήταν ο Ugarte. Άλλωστε χάρις σε εκείνον ξετυλίχτηκε το περίεργο κουβάρι με τις συλλήψεις, τις επιστολές διαμετακόμισης και το δίλημμα του Bogart, για το ποιος θα φύγει με την Ilsa. O Ugarte, ρόλος που ερμηνεύτηκε εξίσου υπέροχα από τον Peter Lorre, ήταν ίσως το πιο πετυχημένο pick του Casting Director. Όχι ότι οι υπόλοιποι ρόλοι δε διανεμήθηκαν άριστα, αλλά το πρόσωπο του Ugarte είχε την εξής ιδιαιτερότητα. Συνδύαζε το λίγο γλοιώδες ύφος και στυλ με την ψιλολαμογιά, κατορθώνοντας όμως ταυτόχρονα να γίνεται συμπαθής. Είναι παράσιτο, αλλά το γνωρίζει. Εφηύρε τρόπο να βγάλει λεφτά, χωρίς να παράγει κάτι και χωρίς να βλάψει σωματικά κάποιον, για να επιβιώσει. Γι’ αυτό και δεν νομίζω ποτέ κάποιος να σκέφτηκε «το καθίκι», αλλά μάλλον «τον κακομοίρη». Χμ… Κάπως έτσι δεν είναι και ο Έλληνας; Μπορεί να διαδραματίζονται διάφορες -αμφιβόλου ηθικής- καταστάσεις σε αυτή τη χώρα, αλλά ο Έλληνας ποτέ δεν αποκαλέστηκε από κανέναν «καθίκι». Εν αντιθέσει με τους Γερμανούς, τους οποίους και πολύ ευχαρίστως θα αποκαλούσα έτσι –για πολλούς και διάφορους, προφανείς ή υφέρποντες λόγους.
Αφήνομαι στη brutal γοητεία του Bogart. Πίσω από το θολωμένο βλέμμα, το πάλλευκο κουστούμι και το μόνιμο τσιγάρο-αξεσουάρ κρύβεται ο άντρας που όλοι –ανεξαρτήτου φύλου- θα θέλαμε να είχαμε γνωρίσει. Εκείνον που λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Εκείνον που δε φοβάται να παραδοθεί στο συναίσθημα. Εκείνον που είναι πιστός στους φίλους. Εκείνον που δεν έχει το χρήμα ως θεό. Εκείνον που θα χτυπήσει με πυγμή το χέρι πάνω στο τραπέζι, για να γίνουν τα πράγματα όπως πρέπει. Εκείνον που ακροβατεί μεταξύ χιούμορ, ειρωνείας και φιλοσοφίας, αποπνέοντας ένα χαρακτήρα πέρα για πέρα ενδιαφέροντα και αυθεντικό. Κάθε σκηνή και μια ατάκα. Κάθε ατάκα και ένα υπονοούμενο. Κάθε υπονοούμενο και μια αλήθεια. Play it again, Sam…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.