…Το πλοίο σκίζει τα βαθυγάλαζα αιγαιοπελαγίτικα νερά. Το απαλό, δροσερό μελτέμι χαϊδεύει το πρόσωπο και η προσμονή ανεβάζει τη διάθεση. Προσπερνάμε μικρά και μεγάλα νησιά, βραχονησίδες και μικροσκοπικά συμπλέγματα βράχων, έχοντας τη συντροφιά δεκάδων κάτασπρων γλάρων, που μας ακολουθούν πιστά. Ο ουρανός καταγάλανος, χωρίς ούτε ένα σύννεφο, και ο ήλιος ακουμπά τρυφερά –ακόμα- το δέρμα. Μετά από ταξίδι 3 περίπου ωρών προσεγγίζουμε το μικρό, γραφικό, φυσικό λιμάνι. Η Χώρα αγναντεύει το Αιγαίο από την κορφή του λόφου, οι μικρές ψαρόβαρκες είναι παρατεταγμένες, ενώ αρόδου λικνίζονται δεκάδες ιστιοπλοϊκά.
Είναι πρωί και ο μικρός παραλιακός δρόμος είναι ακόμα ήρεμος, ενώ οι μόνοι ήχοι που ακούγονται είναι το ελαφρύ πλατάγιασμα του κύματος και αυτός ο νανουριστικός ήχος που κάνουν οι βάρκες, καθώς αμφιταλαντεύονται στα κρυστάλλινα νερά. Εκτυφλωτικά λευκά σπιτάκια και δύο καταγάλανοι τρούλοι που αιχμαλωτίζουν το βλέμμα, καταλαμβάνουν την κορυφή ενός λόφου και απλώνονται προς τα κάτω, θυμίζοντας τη Μέδουσα. Μια απέραντη, υπέροχη, γαλαζοπράσινη παραλία απλώνεται κατά μήκος του λιμανιού. Χρυσαφένια άμμος, λευκές πέτρες και θαλασσόδεντρα που λικνίζονται στο μελτέμι. Άνθρωποι ζεστοί και φιλόξενοι, περήφανοι, όμορφοι στη ψυχή, χαμογελαστοί, αν και ξεχασμένοι από την Πολιτεία.
Η θάλασσα σμαραγδένια, ελκυστική και προκλητικά δροσερή αγκαλιάζει το σώμα, το κεφάλι και τα μαλλιά, καθώς βυθίζονται στα πεντακάθαρα νερά. Ο βυθός παρθένος, φαίνεται απάτητος σε τούτη δω την παραλία με την χρυσόμαυρη άμμο, τα μεγάλα διάσπαρτα βότσαλα και τα λιγοστά αλμυρίκια. Μεγάλα και μικρά ψάρια πλησιάζουν… μάλλον ασυνήθιστα στην περίεργη –ανθρώπινη- θέα. Λίγο πιο βαθιά, χιλιάδες κοχύλια, όστρακα, αστερίες και αχινοί στον πυθμένα, περιμένουν τον κυνηγό τους. Στο βάθος και άλλοι μικροί κολπίσκοι αναμένουν την ανάλογη εξερεύνηση. Αύριο…
Πλησιάζει μεσημέρι. Ο ήλιος λαμπυρίζει στη θάλασσα, τα τζιτζίκια γίνονται εκκωφαντικά, τα απόκρημνα βράχια φαίνονται πανέμορφα και άγρια και η θέα από το λιμανάκι με το παλιό μεταλλείο και την μισοκομμένη σιδερένια γέφυρα που κρέμεται στο κενό είναι τόσο απλά μαγευτική, τόσο αφοπλιστική και συνάμα συναρπαστική. Δύο γραφικά ταβερνάκια πάνω στο κύμα, με υπέροχο μαγειρευτό φαγητό, κρύο λευκό κρασί, τσίπουρο και ουζάκι με πάγο. Τα πόδια στην άμμο, τα μάτια μισοκλεισμένα, όχι μόνο λόγω της αντηλιάς, αλλά και από την ευτυχία του να ζεις αυτές τις μοναδικές στιγμές σε αυτή την πανέμορφη, με ανεπανάληπτο φυσικό κάλλος, χώρα. Κατά το κλασικό ελληνικό «έθιμο», το φαγητό κρατά 3-4 ώρες… με καλή συντροφιά, δροσερό αλκοόλ, χαλαρή διάθεση και μοναδική θέα. Η ζέστη είναι ακόμα έντονη και το αεράκι ανακουφιστικό, κάτω από τα αλμυρίκια και τα πεύκα. Από την κουβέντα στο φαγητό και από το φαγητό στο ποτό, με απαραίτητα τα διαλλείματα φιλοσοφικών αναζητήσεων, ο ήλιος πέφτει πολύ αργά, αλλά σταθερά. Είναι ώρα για καφέ…
…πίσω στο γραφικό λιμάνι. Τα ιστιοπλοϊκά που βρήκαν καταφύγιο στον φυσικό κολπίσκο πολλαπλασιάστηκαν και ακούγεται η αχός από γέλια και φωνές. Στο απλό καφενείο με τις υπέροχες κρέπες, τον φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ και τους δροσερούς χυμούς μας καλωσορίζει εδώ και κάμποσα χρόνια η ίδια πανέμορφη κοπέλα με το ζεστό χαμόγελο, όπως είναι και το δικό μας. Οι καρέκλες είναι στην άμμο και το νερό στα 2 μέτρα. Κόσμος περνοδιαβαίνει χαμογελώντας. Είναι αυτή η αίσθηση της καλοκαιρινής ραστώνης, που κυριεύει το μυαλό και το σώμα όταν βρίσκεται κάπου σε έναν κυκλαδίτικο παράδεισο, μακριά από την άσχημη, πολύβουη, αγχωτική πρωτεύουσα, με τα χιλιάδες προβλήματα, τις χιλιάδες μαύρες σκέψεις, την αγένεια, τη γκρίνια και τα χαμηλωμένα κεφάλια που μόνιμα βιάζονται –χωρίς λόγο, έχω καταλήξει να πιστεύω. Για κάποιον μαγικό λόγο, όλοι εδώ έχουν γίνει πιο ευγενείς, πιο μειλίχιοι, πιο προσηνείς και πιο χαμογελαστοί. Για κάποιον μαγικό λόγο όλα έχουν μείνει πίσω και κάνουν παρέα στη μιζέρια της πόλης. Ο ελληνικός καφές μας τονώνει, αλλά και μας συνεφέρνει από την επήρεια των αρκετών μικρών μπουκαλιών ρακής γλυκάνισου. Η νύχτα προβλέπεται συναρπαστική…
Κάπου ενδιάμεσα όμως είναι κι εκείνο το ηλιοβασίλεμα. Εκείνη η μαγική, εξωτική ώρα που ο ήλιος βυθίζεται στα σκουρογάλαζα πλέον νερά. Είναι εκείνη η ώρα που τους χαρίζει χιλιάδες χρώματα φωτιάς, προτού χαθεί στον ορίζοντα. Είναι εκείνη η απόκοσμη ώρα που νιώθεις το βλέμμα αιχμαλωτισμένο και απελπισμένο να κρατήσει για πάντα αυτή την εικόνα στο μυαλό. Καμία φωτογραφία και κανένα βίντεο δεν μπορεί να αποτυπώσει τη φυσική ομορφιά και τη μαγεία του ελληνικού ηλιοβασιλέματος, που χάνεται πίσω από τα βράχια, που βουτά στα νερά, που αφήνει σε ουρανό και θάλασσα εκπληκτικά χρώματα και εμάς μαγεμένους και υπνωτισμένους με το θέαμα.
Σούρουπο. Τα φώτα στον παραλιακό δρόμο αρχίζουν δειλά να ανάβουν. Οι ρυθμοί πέφτουν, προτού ανέβουν πάλι μετά τις 10. Οι πανύψηλοι βράχοι αλλάζουν χρώμα και φαντάζουν πιο σκοτεινοί και απόκρημνοι, η Χώρα φωτίζεται σιγά-σιγά και η παραλία αδειάζει. Η θέα από το μπαλκόνι είναι εντυπωσιακή. Τα ιστιοπλοϊκά και οι βάρκες ακροβατούν εν μέσω του κόλπου, ο κόσμος ετοιμάζεται και αρχίζουν να ξεχωρίζουν τα φώτα των αυτοκινήτων που ανεβαίνουν προς τη Χώρα. Το μελτεμάκι γίνεται πιο δροσερό και η ματιά ξεκουράζεται από το μεσημεριανό εκτυφλωτικό φως του ήλιου στην πέτρα. Αναμένω…
…την τεράστια πανσέληνο που θα αναδυθεί σε λίγο πίσω από τα βράχια. Στις 9 ακριβώς ακούγεται από το δημοφιλές και πολύβουο Yacht Club το υπέροχο «…έχει πανσέληνο απόψε και είναι ωραία…» της Αλεξίου και με τις πρώτες νότες ξεπροβάλλει το φεγγάρι φωτίζοντας αργά και σταθερά το μικρό λιμάνι. Είναι τόσο εντυπωσιακό το θέαμα, που κόβει την ανάσα. Πως μπορείς να αιχμαλωτίσεις τόση ομορφιά μεσ’ το μυαλό; Πως μπορείς να νιώσεις την απόκοσμη αυτή μαγεία στην ψυχή; Πως θα καταφέρεις να αποτυπώσεις μια τέτοια εικόνα, ώστε να μπορείς να την επαναφέρεις όποτε θέλεις τα κρύα βράδια του χειμώνα για να σου ζεσταίνουν τη σκέψη;
Ανηφορίζουμε στη Χώρα. Ο δρόμος στενός και σκοτεινός. Τα φώτα του αυτοκινήτου δημιουργούν περίεργες κι απόκοσμες σκιές στα κατάμαυρα βράχια. Και κάπου εκεί φτάνουμε στην μικρή κάτω πλατεία με τον ανεμόμυλο, όπου πρέπει να εγκαταλείψουμε το αμάξι και να χαθούμε στα ασβεστωμένα, κάτασπρα λιθόστρωτα σοκάκια. Τα σπιτάκια μοιάζουν κουκλίστικα, με τις μικρές αυλές, τις γλάστρες με τα γεράνια, τα γιασεμιά, το νυχτολούλουδο και τις βουκαμβίλιες στους φράχτες. Από τα παράθυρα με τις πάλλευκες, δαντελένιες κουρτίνες διακρίνεις ζωή και ακούς φωνές και γέλια. Χαζεύεις τα μαγαζάκια με τα είδη τέχνης και διαλέγεις εκείνο που θα σου θυμίζει περισσότερο αυτό που ζεις… την κάθε στιγμή. Τα σοκάκια σφύζουν από ζωή, οι μικρές ταβέρνες και τα μπαράκια γεμίζουν. Η γραφική άνω πλατεία με το Δημαρχείο και τους δύο παραδοσιακούς καφενέδες αποτελεί πόλο έλξης των απανταχού επισκεπτών και ντόπιων. Είναι μάλλον η ντόπια ρακή και οι μεζέδες. Μπορεί να ‘ναι και το χαμόγελο του Στράτου όμως…
Λίγο πριν πιάσουμε την αγαπημένη μας γωνιά στο ατμοσφαιρικό, μικρό μπαράκι με την υπέροχη ταράτσα, σκέφτομαι πως δεν υπάρχουν τέτοια μέρη πουθενά στον κόσμο. Δεν έχει σημασία για ποιο νησί μιλώ. Δεν έχει σημασία αν είναι η Σίφνος, η Ίος, η Κύθνος, η Σέριφος, η Φολέγανδρος, η Αμοργός, η Αντίπαρος, η Σχοινούσα, η Δονούσα ή η Ηρακλειά. Το κάθε νησί έχει τη δική του ιστορία, τον δικό του πολιτισμό, τα δικά του έθιμα, ξεχωριστούς ντόπιους, δαντελωτές παραλίες, απομονωμένους κολπίσκους, άγονη γη, μικρά σπιτάκια που κρέμονται στους βράχους και καταπληκτική τοπική κουζίνα. Δεν έχει σημασία που θα πας. Έχει απλά σημασία να είσαι εδώ. Γιατί κανένα μέρος στον κόσμο δεν παρουσιάζει τέτοια γνήσια κι αυθεντική γοητεία, όπως η Ελλάδα. Γιατί πουθενά αλλού δεν μπορείς να συνδυάσεις βουνό και θάλασσα, με αυτές τις απίστευτες τοπογεωγραφικές εναλλαγές. Πουθενά δεν θα βρεις αυτές τις αμμουδιές με τα πεντακάθαρα, κρυστάλλινα νερά. Πουθενά δε θα βρεις αυτό το μοναδικό κέφι και την ενέργεια, που βρίσκονται εκεί ό,τι κι αν γίνει. Μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά πάντα θα σε προσμένει εδώ…