Ευρισκόμενη μπροστά σε μία κατάσταση που ήταν εντελώς εκτός του δικού μου ελέγχου, κατέληξα να αμφισβητώ σφόδρα πλέον το κλισέ «στο χέρι σου είναι να νιώθεις καλά, γιατί όλα είναι στο κεφάλι». Τελώντας δε ταυτόχρονα και υπό μετακόμιση (γιατί ως γνωστόν when it rains, it pours) και πακετάροντας τα εκατοντάδες βιβλία των οικογενειακών μου βιβλιοθηκών, έπεσα πάνω σε ένα παλιό βιβλίο (του 1974 συγκεκριμένα) του Robert Nozick, με τίτλο «Anarchy, State, and Utopia», το οποίο συσχετίζεται κατά μυστηριώδη τρόπο με το ως άνωθι κλισέ. Ο Nozick, που πέθανε πριν από 8 χρόνια, μαζί με τον σοσιαλδημοκράτη Αμερικανό John Rowls αποτέλεσαν πολύ σημαντικές μορφές στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, βάζοντας στο μικροσκόπιο και ανατρέποντας πολλές θεωρίες και ειδικά εκείνες που αφορούσαν στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο βιβλίο αυτό, που είχα διαβάσει κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου (πριν αρκετά χρόνια), περιγράφεται ένα πείραμα ˙ μια υπόθεση. Ο συγγραφέας, λοιπόν, μας προτρέπει να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια μηχανή που μπορεί να μας δώσει όποια εμπειρία επιθυμούμε. Μέσω της μηχανής αυτής, νευροψυχολόγοι θα μπορούν να διεγείρουν τον εγκέφαλό μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να νομίζουμε ότι μπορούμε να γράψουμε ένα μυθιστόρημα που θα πάρει το Nobel Λογοτεχνίας, ότι θα αποκτήσουμε φίλους καρδιακούς, ότι θα ταξιδέψουμε στο διάστημα. Όλα αυτά θα συμβαίνουν, ενόσω θα έχουμε ηλεκτρόδια προσαρτημένα στο κεφάλι μας. Το ερώτημα είναι: θα μπαίναμε σε αυτή τη διαδικασία; Θα μπαίναμε στη διαδικασία να τα ζήσουμε όλα αυτά, γνωρίζοντας ότι είναι πλασματικά;
Στο βιβλίο αυτό, που είχα διαβάσει κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μου (πριν αρκετά χρόνια), περιγράφεται ένα πείραμα ˙ μια υπόθεση. Ο συγγραφέας, λοιπόν, μας προτρέπει να υποθέσουμε ότι υπάρχει μια μηχανή που μπορεί να μας δώσει όποια εμπειρία επιθυμούμε. Μέσω της μηχανής αυτής, νευροψυχολόγοι θα μπορούν να διεγείρουν τον εγκέφαλό μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να νομίζουμε ότι μπορούμε να γράψουμε ένα μυθιστόρημα που θα πάρει το Nobel Λογοτεχνίας, ότι θα αποκτήσουμε φίλους καρδιακούς, ότι θα ταξιδέψουμε στο διάστημα. Όλα αυτά θα συμβαίνουν, ενόσω θα έχουμε ηλεκτρόδια προσαρτημένα στο κεφάλι μας. Το ερώτημα είναι: θα μπαίναμε σε αυτή τη διαδικασία; Θα μπαίναμε στη διαδικασία να τα ζήσουμε όλα αυτά, γνωρίζοντας ότι είναι πλασματικά;
Αυτό το ερώτημα –που το έχουμε παρεμπιπτόντως δει σε ταινίες όπως το Matrix, το Minority Report και πιο πρόσφατα το Inception- παραπέμπει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση: Μήπως η ευτυχία ΔΕΝ είναι εντέλει εγκεφαλική κατάσταση;
Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν καταφέρει να καθορίσουν την έννοια της ευτυχίας και υπάρχει ένας ίσως απλός λόγος γι’ αυτό. Και αυτός ο λόγος αφορά την προβληματική –μάλλον- προκατάληψη που αφορά την ίδια την υφή και την υπόσταση της ευτυχίας.
Κάποιοι θα πουν ότι το παραπάνω ερώτημα είναι καθαρά υποθετικό, μη ρεαλιστικό και εντέλει ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να εκφράσει την άποψή του για μία κατάσταση που δεν υφίσταται. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανέφικτο να αξιολογηθεί αυτή η υπόθεση ούτε και ότι είναι ανάξια λόγου.
Αν η απάντησή μας ήταν αρνητική, αυτό θα εξέφραζε ταυτόχρονα την πεποίθησή μας ότι η εμπειρία της μηχανής δεν αποτελεί ό,τι πολυτιμότερο θα μπορούσαμε να έχουμε σε αυτή τη ζωή. Δεν είναι αυτό που πραγματικά και βαθιά επιθυμούμε, ό,τι κι αν σκεφτόμασταν την ώρα που ο εγκέφαλός μας θα ήταν συνδεδεμένος με τα καλώδια. Η ζωή μέσα από το μηχάνημα δε θα αποτελούσε το επίτευγμα της αναζήτησης της ευτυχίας μας –προφανώς. Βέβαια –if we think about it- υπάρχει ειδοποιός διαφορά μεταξύ του να έχεις ένα φίλο και της εμπειρίας της απόκτησης ενός φίλου. Όπως υπάρχει και διαφορά μεταξύ του να γράψεις ένα μυθιστόρημα και της εμπειρίας της συγγραφής. Με λίγα λόγια, στη μηχανή αυτή δεν θα ήταν εφικτή η συνειδητοποίηση των συναισθημάτων μας. Δε θα νιώθαμε την ευτυχία του να μοιράζεσαι εμπειρίες με τους φίλους σου, ούτε την αγάπη που νιώθεις για τα παιδιά σου, ούτε την προσωπική ικανοποίηση του να τρέξεις στο μαραθώνιο, να κόψεις το κάπνισμα, να επισκευάσεις το αμάξι σου ή να στήσεις το σπιτικό σου. Δηλαδή, εκείνο που θα μας προσέφερε αυτή η εμπειρία θα ήταν μια Εγκεφαλική Εικόνα, μάλλον ψεύτικη, αφού δεν θα εμπεριείχε συναίσθημα.
Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας, της Μαδρίτης, της Νέας Υόρκης και του Παρισιού, έχει τύχει –προφανώς- να δω ναρκομανείς, να σέρνονται, ζητώντας ένα-δύο ευρώ για να φάνε. Ενώ αναρωτιόμουν γιατί ένας νέος άνθρωπος να πέφτει εκούσια ή ακούσια σε αυτή την κατάντια, από την άλλη σκεφτόμουν ότι αυτοί κάνοντας αυτό που κάνουν, νιώθουν έστω και στιγμιαία μια έντονη ευχαρίστηση. Αλλά αυτή δεν είναι μια ζωή που θέλουμε και ούτε φυσικά που θαυμάζουμε ή επιθυμούμε. Σε αυτό όμως θα επιστρέψω λίγο αργότερα.
Αν ήμασταν συνδεδεμένοι σε αυτή τη μηχανή, μάλλον θα χάναμε τη διαφορά. Πως άραγε θα ξέραμε αν ήμασταν πραγματικοί φίλοι με κάποια άτομα; Πως θα ξέραμε πραγματικά αν το μυθιστόρημα που γράψαμε ήταν για Nobel και όχι για βατόμουρα; Αυτό ταυτόχρονα δεν θα επιβάρυνε την εμπειρία μας; Όχι. Και ο λόγος είναι απλός. Δε μας νοιάζει αν ο φίλος είναι πραγματικός ή όχι, από τη στιγμή που θα υπάρχει και δεν θα υποφέρουμε από μοναξιά. Άλλωστε για πόσους από τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας, πιστεύουμε με το χέρι στην καρδιά ότι είναι πραγματικοί φίλοι, που θα γελάσουν με τη χαρά μας και θα συμπάσχουν με τη λύπη μας; Δεν μας νοιάζει για το αν το μυθιστόρημα θα πάρει το Nobel, γιατί εμείς θα ξέρουμε ότι έχουμε ολοκληρώσει ένα επίπονο και χρονοβόρο έργο.
Ας προσπαθήσουμε να απομονώσουμε αυτό ακριβώς το σημείο. Βλέποντας το παιδί μας μας, λόγου χάρη, να παίζει ποδόσφαιρο για πρώτη φορά δεν είναι υπέροχο επειδή «παράγει» μια πραγματικά όμορφη εμπειρία. Εκείνο που συνήθως κάνει την εμπειρία αυτή μοναδική είναι ότι βλέπουμε το παιδί, για πρώτη φορά, να παίζει ποδόσφαιρο. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι εκείνο που νιώθουμε είναι η Αντίδραση στην πραγματικότητα και ότι το ίδιο το συναίσθημα δεν αποτελεί τον παράγοντα που κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη. Άρα η ευτυχία που νιώθουμε είναι σε άμεση συνάρτηση με το γεγονός που λαμβάνει χώρα.
Η ευτυχία είναι μάλλον περισσότερο γνώση και όχι πεποίθηση. Υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε, αλλά τα πιστεύουμε, παρόλα αυτά. Η γνώση λοιπόν δεν έγκειται μόνο σε εμάς, αλλά και στη «συνεργασία» του κόσμου. Η ευτυχία, όπως και η γνώση, αλλά αντίθετα με την πεποίθηση ή την ευχαρίστηση, δεν είναι στο κεφάλι μας. Δεν είναι μια εγκεφαλική ιστάμενη κατάσταση.
Αν όμως η ευτυχία δεν είναι στο κεφάλι μας, αλλά είναι ένα αμάγαλμα συναισθημάτων και αντίληψης των δρώμενων γύρω μας, δεν ελλοχεύει και ο κίνδυνος της πιθανότητας να μην είναι αυτό που νιώθουμε πραγματική ευτυχία; Αν πιστεύουμε ότι νιώθουμε χαρά ή πόνο, τότε μάλλον αυτό είναι που πραγματικά νιώθουμε. Αλλά, μήπως νομίζουμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και στην ουσία δεν είμαστε;
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η ευτυχία συνδέεται με την έννοια και την αντίληψη της εξέλιξης, της ανάπτυξης, της επίτευξης οποιουδήποτε στόχου. Ας πάρουμε για παράδειγμα κάποιον του οποίου μόλις απογειώνεται η καριέρα ή που μόλις μπήκε στο πανεπιστήμιο ή που μόλις απέκτησε το δικό του σπίτι. Σε αυτά τα παραδείγματα δεν έχουμε ένα απλό συναίσθημα out of context, αλλά κάτι που συσχετίζεται με την επίτευξη κάποιων στόχων και της ευχαρίστησης που συνδέεται με αυτή. Με πιο απλά λόγια, μπορεί κάποιος να κάθεται όλη μέρα σπίτι και να παίζει Play Station. Και αυτό να είναι κάτι που του δίνει ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Όμως αυτό μακροχρόνια δεν συνιστά μια ευτυχισμένη ζωή. Άρα μια ευτυχισμένη ζωή σχετίζεται με την επιτυχία, δηλαδή με την επιτυχή ολοκλήρωση κάποιων στόχων.
Επιστρέφοντας στο προαναφερθέν παράδειγμα των ναρκομανών και στο ότι η εμπειρία αυτή μπορεί να τους προσφέρει ευχαρίστηση, αλλά από την άλλη δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Αν υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν «παράπλευρες απώλειες» από τη χρήση και ότι ο χρήστης δεν επιθυμούσε να κάνει άλλου είδους ζωή. Πως θα χαρακτηρίζαμε τότε αυτή την εμπειρία; Ίσως καλύτερη, αλλά σίγουρα δε θα την λέγαμε ευτυχισμένη. Η ευτυχία που νιώθει ο χρήστης δεν είναι κάτι σημαντικό γι’ αυτόν. Είναι μάλλον κάτι σαν την ευχαρίστηση που νιώθει μια γάτα όταν της χαϊδεύουμε την κοιλιά ή ένας σκύλος όταν του πετάμε ένα κόκκαλο.
Η πραγματική ευτυχία είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Πολύ απλά γιατί τη νιώθουμε όταν έχουμε δουλέψει πάνω σε κάτι, όταν θαυμάζουμε τον πίνακα του Paul Delaroche “The Young Martyr” ή μια παράσταση στο Broadway, όταν μπούμε μέσα στο πρώτο δικό μας σπίτι, όταν οδηγήσουμε για πρώτη φορά το δικό μας αμάξι, όταν μας πουν ότι με τη δουλειά μας η εταιρεία μας βραβεύτηκε για τη συμβολή της στην κοινωνία. Είναι ουσιαστικά η εμπειρία που νιώθουμε όταν έχουμε εμπλακεί σε μια πραγματική δραστηριότητα, έχουμε αντιμετωπίσει πραγματικά εμπόδια και προκλήσεις και τα έχουμε ξεπεράσει και συνεχίσει επιτυχώς. Νιώθουμε ευτυχία όμως ακόμα και όταν έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε μια πραγματικά επίπονη εμπειρία. Και αυτή η ευτυχία συσχετίζεται άμεσα με την έννοια και το συναίσθημα της μετριοπαθούς υπερηφάνειας για το άτομό μας.
Κλείνοντας τον κύκλο των εσωτερικών αυτών αναζητήσεων και σκέψεων –μέσα από το πρίσμα της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου- συνειδητοποιώ τα εξής. Δε μας αρέσει καθόλου να μην έχουμε τον έλεγχο των πιο σημαντικών πραγμάτων στη ζωή μας. Και βλέποντας την ευτυχία ως αντικείμενο που επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες περιορίζει αυτόν τον έλεγχο και όχι μόνο επειδή θεωρούμε ότι μια ευτυχισμένη ζωή μπορεί να εξαρτάται από την εξέλιξη των πραγμάτων. Μπορεί εμείς να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να είμαστε ευτυχισμένοι και να έχουμε τα πάντα για να το κάνουμε πραγματικότητα –όλα τα «σωστά» συναισθήματα και σκέψεις. Αλλά και πάλι θα υπάρχουν πράγματα εκτός του δικού μας ελέγχου, που θα συνθέτουν το μαύρο σύννεφο που θα προσεγγίζει το δικό μας ροζ. Και αυτό αποτελεί μια εξαιρετικά απειλητική αντίληψη. Το θέμα είναι να ‘σαι γενναίος, γιατί η εγκεφαλική δύναμη είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντική από οποιαδήποτε άλλη.