Γράμμα από τη Σέριφο

«Μπροστά στη ράχη της Σέριφος, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών παθαίνουν αφλογιστία. Ο νους ξεπερνιέται από μερικά κύματα και λίγες πέτρες - κάτι παράλογο ίσως, παρ' όλα αυτά ικανό να φέρνει τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις. Επειδή, τι άλλο θα του ήτανε πιο χρήσιμο για να ζήσει; Αν του αρέσει να ξεκινά λάθος, είναι γιατί δεν θέλει ν' ακούσει. Ερήμην του το Αιγαίο λέει και ξαναλέει, εδώ και χιλιάδες χρόνια, με το στόμα του φλοίσβου, σ' ένα μήκος ακτών απέραντο: αυτός είσαι
Οδυσσέας Ελύτης

Την ώρα που θα δημοσιεύονται αυτές οι γραμμές, ο κυκλαδίτικος ήλιος θα μου χαϊδεύει το πρόσωπο και η θαλασσινή αύρα θα κάνει τα αλμυρίκια να χορεύουν πλάι στα σμαραγδένια νερά. Η Σέριφος είναι για μένα τα τελευταία 10 χρόνια ένα παραδεισένιο καταφύγιο ηρεμίας, απόλυτης χαλάρωσης και ευεξίας μυαλού και σώματος. Είναι το νησί που σκέφτομαι κατά τις μελαγχολικές και βροχερές νύχτες του χειμώνα και με κάνει να χαμογελώ. Μόνο με τη σκέψη… ότι σε λίγους μήνες θα βρίσκομαι και πάλι εκεί. Είναι το νησί που δεν έχει τίποτα και που όμως έχει τα πάντα. Τα δικά μου «πάντα». Κάποιος κάποτε μου είχε πει ότι μετά από δύο εβδομάδες διακοπών αδειάζει τελείως το κεφάλι. Και είναι αλήθεια. Αλλά είναι κάτι που μου συμβαίνει μόνο εκεί. Το επίπεδο των σκέψεων και των συνειρμών κατεβαίνει τόσο δραματικά, που πρέπει να καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια για να αναλογιστώ κάποιον ή κάτι. Εις μάτην…

Τα δικά μου «πάντα». Ένα παραδοσιακά κυκλαδίτικο κτίσμα. Πάλλευκο με μπλε παράθυρα. Ένας πεντακάθαρος βυθός με χρυσή άμμο. Αλμυρίκια ως το κύμα. Ανάλαφρη διάθεση. Χωρίς δήθεν. Χωρίς στήσιμο. Εκεί που θα χαμογελάσουν όταν καθίσω. Εκεί που νιώθω οικεία. Εκεί που φυσούν ανελέητα τα μελτέμια. Εκεί που το τοπίο είναι γυμνό. Χωρίς πράσινο και φιοριτούρες. Έτσι, ξερό. Άγονο. Χωρίς φτιασίδια. Ειλικρινές. Να σε κοιτά στα μάτια. Και να σου λέει «Εγώ αυτό είμαι. Αν θες, αγάπησε με έτσι, γιατί δεν έχω να προσφέρω κάτι άλλο». Έτσι σε κοιτά η Σέριφος. Στα μάτια. Δεν κρύβεται πίσω από πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες, μπαρ με πορτιέρηδες, γκουρμέ εστιατόρια και κράτηση ξαπλώστρας με 100 ευρώ την ημέρα.

Είναι το νησί με τις 72 δαντελωτές παραλίες, που θα κάτσεις στην άμμο με την ψάθα. Είναι το νησί με τα μπαράκια που έχουν αιώρες πλάι στο κύμα και εσύ χαζεύεις τα αστέρια και τις ψαρόβαρκες που ταλαντεύονται, κάνοντας εκείνον τον υπέροχο νανουριστικό ήχο. Είναι το νησί με την πιο όμορφη χώρα των Κυκλάδων. Εκείνη που μοιάζει σα μέδουσα, έχοντας απλώσει τα πλοκάμια της στον λόφο. Εκείνη με την όμορφη πλατεία και το καφέ του Στράτου. Είναι το νησί που κουβαλά μια ιδιαίτερη ιστορία και παρελθόν. Είναι το νησί για το οποίο λέγεται πως το υπέδαφος διασχίζεται από άκρη ως άκρη από υπόγειες σπηλιές με κοιτάσματα αιματίτη, μαγνητίτη, σίδερου, χαλκού και χρυσού, ακόμα και τώρα. Είναι το νησί με την περίεργη, απόκοσμη, μυστηριώδη αύρα, που αν είσαι δεκτικός, σε κυριεύει και δεν σ’ αφήνει να φύγεις. Ούτε να την λησμονήσεις.

Την ώρα που το καράβι στρίβει στο απάνεμο συνήθως λιμάνι, είναι η στιγμή της απόλυτης ευτυχίας. Ίσως είναι και κάτι που δεν εξηγείται με λέξεις. Είναι σαν την αγκαλιά ενός φίλου από τα παλιά. Που σε καλωσορίζει. Που σου χαμογελά. Που σου απλώνει το χέρι. Εκείνου που έχει μοιραστεί μαζί σου μυστικά και σου χει πει να τα φυλάξεις για σένα. Εκείνου που σου έχει πει αστεία, όταν ήσουν στεναχωρημένος. Εκείνου που χάρηκε με τη χαρά σου. Είναι ένα απάνεμο κρησφύγετο, πανέμορφο, γραφικό και ζεστό. Ένας και μοναδικός παραλιακός δρόμος, με μικρά μπαράκια, ταβερνούλες στο κύμα και μικρά ξενοδοχεία στη σειρά. Και στο βάθος μια τεράστια κρυστάλλινη παραλία. Η πιο ωραία θέα είναι όταν βουτήξεις και γυρίσεις προς την στεριά, για να αντικρίσεις τη Χώρα. Το πρωί. Το απομεσήμερο. Το ηλιοβασίλεμα. Και τα άγρια γύρω βουνά. Με τα διάσπαρτα λευκά σπιτάκια. Κάποτε –όχι πριν πολλά χρόνια- ο παραλιακός δρόμος ήταν ακόμα χωμάτινος. Ίσως ήταν πιο όμορφα τότε.

Απομεσήμερο στο Γάνεμα. Αγαπημένη παραλία. Ένας υπέροχος κολπίσκος και μια μεγάλη ακτή με χρυσόμαυρη άμμο και τεράστια μαύρα βότσαλα. Λεία. Πανέμορφα. Η πιο ωραία θέση είναι κάπου στη μέση. Μέχρι εκεί που βαριούνται να περπατήσουν οι άλλοι. Και η πιο ωραία ώρα είναι στις 9.30 το πρωί, όταν δεν είναι κανείς. Όταν νιώθεις ότι το απέραντο αιγαιοπελαγίτικο γαλάζιο είναι δικό σου. Μόνο δικό σου. Και η θάλασσα δική σου είναι. Και δεν σε ενοχλεί κανείς. Και δεν ακούς κανέναν. Παρά μόνο κάτι περίεργους ήχους όταν βουτάς στα γαλαζοπράσινα νερά. Είναι εκεί που τα ψάρια δεν είναι και πολύ συνηθισμένα στην ανθρώπινη εισβολή και απλά βλέπουν κάτι μεγάλο για τροφή. Και τίποτα. Για μίλια μακριά δεν βλέπεις τίποτα. Παρά μόνο ουρανό και θάλασσα που σε κάποιο σημείο γίνονται ένα. Και κάπου εκεί είναι που απορείς. Με την απίστευτη ομορφιά που απλώνεται μπροστά σου. Και υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι δεν μπορείς να αντέξεις αυτή την αδιανόητη αίσθηση ελευθερίας, που σου χαρίζει ένας τόπος τόσο μοναδικός.

Η περασμένη βδομάδα ήταν πολύ δύσκολη. Αυτή η ανελέητη βία που ζήσαμε –κάποιοι από κοντά και κάποιοι από τις τηλεοράσεις- ήταν εφιαλτική. Ακόμα σκέφτομαι τις εικόνες με τους κουκουλοφόρους να σπάνε τα μάρμαρα, τις βιτρίνες και τα μαγαζιά και τους αστυνομικούς να χτυπάνε με τα γκλοπ τους πολίτες και να εκτοξεύουν αδιανόητες ποσότητες χημικών. Την όψη της πλατείας Συντάγματος και της ολικής καταστροφής που υπέστη επί δύο ημέρες. Ακόμα σκέφτομαι πόσο ντράπηκα, εγώ η ίδια, από την εικόνα αυτή της Ελλάδας. Και έναν καημένο, εξωγήινο πρωθυπουργό να λέει «ξέρω ότι κάποιοι διαμαρτύρονται αυτή την ώρα εκεί έξω»… Την ώρα που μαινόταν ένας πόλεμος παραλογισμού, μόλις μερικά μέτρα από τη Βουλή. Δε θα ξεχάσω τα ματωμένα κεφάλια κάποιων ηλικιωμένων. Τα βουρκωμένα μάτια ενός φρουρού στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Δε θα ξεχάσω τις φωτιές μπροστά από το Χίλτον και τους τουρίστες να προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς γίνεται. Ντροπή. Πραγματική ντροπή.

Κι όμως. Φτάνει ένα σημείο, πέραν του οποίου μπουχτίζεις. Λες «δεν μπορώ άλλο». «Δεν αντέχω άλλο. Τη μιζέρια. Την καταστροφολογία. Τον Παπανδρέου. Τον Πάγκαλο. Το ΔΝΤ. Την Τρόικα. Τα λεφτά που δεν υπάρχουν. Το ξεπούλημα.» Δε θέλω να πέσω σε κατάθλιψη. Αρνούμαι να υποκύψω σε αυτό το ελεεινό συναίσθημα απαισιοδοξίας και απελπισίας, στο οποίο προσπαθούν να μας βυθίσουν. Αρνούμαι να φυλάω τα χρήματά μου μπας και… Αντιστέκομαι στη μιζέρια.

Με τα χέρια ανοιχτά επιπλέω στα καταπράσινα, δροσερά νερά. Και κλείνω τα μάτια. Ο ήλιος καίει κι εγώ έχω ξεχάσει. Η θάλασσα με χαϊδεύει και με νανουρίζει. Είναι αυτή η αίσθηση του natural high. Δε θέλω να ακουμπήσω τα πόδια στον βυθό. Θέλω να συνεχίσω να επιπλέω. Χωρίς να κουνιέμαι. Να αφεθώ στο ελαφρύ κυματάκι και στο ανεπαίσθητο ρεύμα που με τραβά προς τα μέσα. Το κεφάλι έχει αδειάσει. Έχει παραλύσει. Numb. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Τίποτα δε με προβληματίζει πλέον. Τίποτα. Υπάρχει ένα κενό σκέψης και μνήμης. Ούτε εσύ είσαι εκεί. Και πίστεψέ με θα ήθελες να ήσουν. Αλλά το ρεύμα σε έχει ήδη παρασύρει πιο βαθιά και δε θα κάνω προσπάθεια να σε προσεγγίσω. Δεν υπάρχει άλλωστε λόγος. Θα ευχηθώ να γίνεις σαν εκείνα τα μπουκάλια που ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια, πριν ξεβρασθούν σε μια εξωτική ακτή. Εκείνα που έχουν τον χάρτη ενός κρυμμένου θησαυρού. Μεταφορικού ή κυριολεκτικού. Εκείνα που μεταφέρουν ένα μοναδικό μήνυμα, που καρμικά θα προσεγγίσει μόνο εκείνον που είναι γραφτό να προσεγγίσει.

Η αύρα της Σερίφου είναι μαγική. Σε μαγνητίζει. Σου τραβά τις σκέψεις. Σε ηρεμεί. Σε αποστασιοποιεί. Σε βυθίζει σε έναν πολυπόθητο λήθαργο. Σα μέθη, χωρίς αλκοόλ. Δοκίμασε τη θάλασσα. Αφουγκράσου τον άνεμο. Άγγιξε την πέτρα… Δεν υπάρχει περίπτωση να μην το νιώσεις!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.