Η απενοχοποίηση της χειροπέδης και του συσσιτίου


Η Ελλάδα εντέλει είναι μία χώρα παραπλανητική. Ενώ φαίνεται ότι τίποτα δεν αλλάζει, στην ουσία όλα αλλάζουν με ταχύτητα φωτός. Αλλά μετά πάλι κάτι γίνεται ή κάτι διαβάζεις και συνειδητοποιείς ότι ίσως τίποτα δεν άλλαξε. Μοναδικό φαινόμενο και παγκόσμια πατέντα; Ποιος ξέρει… Δεν πρόκειται για ταξίδι στον χρόνο, αλλά περισσότερο στη συνείδηση, την ψυχολογία, την οπτική, την ανοχή και το εν γένει φέρεσθαι και φαίνεσθαι…

Τους τελευταίους μήνες παρακολουθούμε διαρκώς στις τηλεοράσεις τις (δήθεν) συλλήψεις γνωστότατων φοροφυγάδων, με χρέη προς το Δημόσιο, που αγγίζουν σε μερικές περιπτώσεις και τα 2 εκατομμύρια ευρώ. Δεν έχουν τόση σημασία τα ονόματα, ούτε το γεγονός ότι αφήνονται ελεύθεροι την επόμενη μέρα, καθώς το εν λόγω οικονομικό «έγκλημα» θεωρείται πλημμέλημα, ενώ και η προσωποκράτηση –λόγω συνωστισμού στις φυλακές- έχει σχεδόν καταργηθεί. Ούτε προκαλεί έκπληξη το ότι αν κάποιος χρωστά γύρω στις 2.000 ευρώ μπορεί να του πάρουν το σπίτι και ενδεχομένως να πάει φυλακή, ενώ οι μεγαλοοφειλέτες αρμενίζουν ελεύθερα με τις λιμουζίνες, τα σκάφη και τα πούρα ανά τα θέρετρα της Ελβετίας και της Καραϊβικής. Αυτό όμως που μου φαίνεται πραγματικά αστείο είναι ότι κατά τη μεταφορά των εν λόγω ανθρώπων –γυναικών και αντρών- στα Δικαστήρια ή τη ΓΑΔΑ οι χειροπέδες είναι πάντα φροντισμένα καλυμμένες με πουλόβερ, πουκάμισα, κασκόλ και αν είσαι και γνωστός αντιπρόσωπος πανάκριβων ρούχων, υποδημάτων και αξεσουάρ, μπορεί να είναι και ένα μαντήλι Hermès, λόγου χάρη.

Και αναρωτιέμαι, σε αυτή τη χώρα του φαίνεσθαι, τι σημασία έχει αν ο τηλεθεατής ή κάποιος που βρεθεί εκείνη την ώρα στην Ευελπίδων δει τις χειροπέδες που έχουν περαστεί στα χέρια κάποιου γνωστού-επώνυμου που έχει συλληφθεί; Θα χάσει την ιδέα του για εκείνον; Θα πέσει στα μάτια του; Θα απογοητευτεί από το «είδωλό» του; Ή θα σκεφτεί με περισσότερη κακία «καλά του έκαναν»; Δεν νομίζω πως ισχύει τίποτα από τα παραπάνω. Η χειροπέδη είναι απλά ένα μέσο που χρησιμοποιούν οι αρχές, όχι για να ξεφτιλίσουν κάποιον, αλλά σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος αποφασίσει να κάνει κάτι που ενδεχομένως θέσει την ασφάλεια την δική του και των γύρω του σε κίνδυνο.

Με το να την κρύβεις, δεν κερδίζεις κάτι, ούτε κουκουλώνεις τίποτα. Είναι απλά το καλύτερο και πιο γλαφυρό παράδειγμα στρουθοκαμηλισμού. Άλλωστε αυτή την εποχή πλέον, ακόμα και στην Ελλάδα, έχουν συλληφθεί τόσοι πολλοί επώνυμοι, που νομίζω ότι ο κόσμος έχει συνηθίσει στην ιδέα και της φυλακής και της σύλληψης, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Στην Αμερική αυτό το ταμπού έχει καταρριφθεί προ πολλού, αφού πολλοί γνωστοί και επώνυμοι, ηθοποιοί, τραγουδιστές και καλλιτέχνες έχουν συλληφθεί πολλάκις και για πολλά αδικήματα –από DUIs και ναρκωτικά μέχρι ενδοοικογενειακή βία και αντίσταση κατά της Αρχής. Και λοιπόν; Είναι οι ίδιοι που κατόπιν συμμετέχουν σε ταινίες εκατομμυρίων εισιτηρίων, sold out συναυλίες, τηλεοπτικά σόου που σκίζουν κ.ο.κ. Και αυτό άλλωστε είναι το φυσιολογικό. Άλλωστε δε μιλάμε για kiddie rapists. Μιλάμε για «εγκλήματα» που τις περισσότερες φορές είναι εναντίον των ίδιων τους των εαυτών. Πόσες φορές έχει συλληφθεί η Lohan για DUI, πόσες η Paris Hilton, ο Robert Downy Jr. (more than I can remember), η Naomi Campbell, ο Christian Bale, η Martha Stewart και τόσοι ακόμα; Και η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δει ποτέ κανέναν από αυτούς να κρύβει τις χειροπέδες.

Αφήστε λοιπόν στην άκρη τα φουλάρια, τα κασκόλ, τα πουλόβερ και τις κουκούλες. Ναι, έχετε συλληφθεί για κάποιο αδίκημα. Μακάρι να τιμωρηθείτε για αυτό, εφόσον το έχετε διαπράξει –ειδαλλιώς όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε απλά ηλίθιοι-, αλλά, από την άλλη, κανείς δεν πρόκειται να σκεφθεί λιγότερο για εσάς –than he already does- επειδή θα έχει οπτική επαφή με την χειροπέδη. It’s a just a tool. It doesn’t really mean anything.

Αν θέλαμε τώρα να μιλήσουμε με λίγη –προς το παρόν- υπερβολή, θα λέγαμε ότι όσοι δεν έχουν συλληφθεί ακόμα, sadly enough, αναζητούν τα συσσίτια των δήμων και των εκκλησιών. Είναι τραγικό το πόσοι συνάνθρωποί μας καταφεύγουν καθημερινά στα πλησιέστερα κέντρα σίτισης, για ένα πιάτο φαγητό, ένα γλυκό ή λίγο νερό. Είναι, δε, τόσο ξαφνικό, που δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα. Πριν μερικά χρόνια –όχι πολλά- πηγαίναμε στις ταβέρνες και βλέπαμε τους θαμώνες να φεύγουν, αφήνοντας πίσω βουνά τις αφάγωτες σαλάτες, τις πατάτες και τα παϊδάκια. Σήμερα, αν πας σε ταβέρνα, δε θα δεις ούτε ψίχουλο να μένει στο τραπέζι. Όσοι έχουν την πολυτέλεια της ταβέρνας και του εστιατορίου, δηλαδή. Αν, δε, μιλήσεις με κάποιον αρκετά μεγαλύτερο, θα σου πει σίγουρα «παιδί μου, δυστυχώς νομίζω ότι θα ζήσουμε και πάλι κατοχή».

Δεν έχω γνωρίσει την κατοχή –προφανώς-, αλλά ούτε οι συγγενείς μου την έχουν ζήσει. Στον πόλεμο ο παππούς και η γιαγιά τάιζαν όλη τη γειτονιά. Ο παππούς κουβαλούσε κεφάλια τα τυριά και έθρεφε στην πίσω αυλή μια κατσίκα και ένα γουρουνάκι, για να έχουν τα παιδιά και οι συγγενείς κρέας. Η γιαγιά μου έφτιαχνε ψωμί και το μοίραζε παντού στα Κάτω Πατήσια, που τότε ήταν χωράφια. Αλλά ποτέ δεν παρέλειπαν να μου λένε ιστορίες για το πώς ήταν ο κόσμος τότε στην Αθήνα. Σκελετωμένοι και εξαθλιωμένοι, άντρες, γυναίκες και παιδάκια τριγύριζαν στα χωράφια και τις γειτονιές για μια φέτα ψωμί και έκοβαν κάνα καρπό από τα δέντρα –όποια είχαν μείνει. Ντυμένοι με κουρέλια, μέσα στο καταχείμωνο, και ζώντας σε κάτι καλύβες, με μισογκρεμισμένες πόρτες.

Δεν ξέρω αν εμείς η σημερινή γενιά θα αντέχαμε ή αν θα αντέξουμε κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω επίσης αν θα φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Αλλά τα πράγματα σίγουρα δεν είναι καλά. Η ανεργία αυτή τη στιγμή ανέρχεται γύρω στο 20%, με πρωταγωνιστές τους νομούς της Στερεάς Ελλάδας, της Αττικής και της Κεντρικής Μακεδονίας. Ένας στους δύο νέους 15-25 ετών είναι άνεργος. Τον Οκτώβρη του 2011 –σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ- κάθε μέρα προστίθεντο 1528 άνεργοι. Πρόκειται δηλαδή για πλήρη αποσάθρωση του παραγωγικού δυναμικού της Ελλάδας.

Με τους μισθούς να πέφτουν, τα επιδόματα να εξαφανίζονται και τις συντάξεις να μειώνονται διαρκώς και με διάφορους τρόπους, κανείς δεν ξέρει που μπορεί να φτάσουμε. Χιλιάδες είναι αυτοί που αυτή τη στιγμή θρέφονται ανά την Ελλάδα από τους Δήμους και την Εκκλησία. Δεν εμφανίζουν τα πρόσωπά τους στην τηλεόραση, όμως δεν πρόκειται για ναρκομανείς ή μέθυσους. Από τις γυρισμένες πλάτες «ακούγεται» κόσμος απελπισμένος, αλλά αξιοπρεπής, με καθαρή φωνή και ξεκάθαρο λόγο. Κι αυτό είναι που με σκοτώνει περισσότερο. Ο ναρκομανής έχει επιλέξει τη μοίρα του και δεν τον συμπονώ. Όμως ο οικογενειάρχης που απολύθηκε και έχει 2 παιδιά και μάνα στο νοσοκομείο δεν το επέλεξε. Απλά έζησε στη λάθος εποχή.

Και κατόπιν αναρωτιέμαι. Πότε η Ελλάδα έζησε τη σωστή εποχή; Στα πλαίσια μιας έρευνας που κάνω, έτυχε να πέσω πάνω σε μια παλιά εφημερίδα του εκδότη Κώστα Στασινόπουλου, πατέρα της γνωστής Αριάννα Χάφινγκτον. Τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη εφημερίδα που εξέδιδε ήταν για μένα άκρως εντυπωσιακές. Ειδικά η πρώτη του εφημερίδα –η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1949 (!)- είχε μια αδιανόητη –για την εποχή- ποικιλία και εξαιρετική κάλυψη γεγονότων της διεθνούς οικονομίας. Από Βραζιλία και Αμερική, μέχρι Ιαπωνία και Αφρική. Συγκρίσεις, οικονομικές αναλύσεις, νομισματικές ισοτιμίες, κριτικές. Η δεύτερη, ωστόσο, εφημερίδα που εκδίδετο για 2 χρόνια -1963-1964- είχε το εξής εκπληκτικό. Όταν την φυλλομέτρησα, συνειδητοποίησα ότι μέσα σε 50 χρόνια δεν έχει αλλάξει σχεδόν τίποτα. Σε αυτή την εφημερίδα η αρθρογραφία –επιφανών προσωπικοτήτων, όπως οι Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Αλευράς, Παπαληγούρας, Παύλος Βαρδινογιάννης, Στέφανος Στεφανόπουλος, Robert Marzolen, Τσουδερός και πολλοί ακόμα- περιστρεφόταν γύρω από την αναζήτηση πετρελαίων στο Αιγαίο (κι όμως!), την πτώση ή ακόμα και την απουσία της βιομηχανικής παραγωγής, την ανεργία, το ασφαλιστικό, τις δυσοίωνες προβλέψεις για το εθνικό εισόδημα, για τη μετανάστευση, το πρόβλημα της ελληνικής επαρχίας, την αναθεώρηση του Συντάγματος, τις αποζημιώσεις που δικαιούμεθα από την Γερμανία και την Ιταλία. Απίστευτο… κι όμως αληθές. Αν ανοίξεις σήμερα μια εφημερίδα στην Ελλάδα, θα διαβάσεις ακριβώς τα ίδια. Μόνο που δίπλα σου θα έχεις το iPhone 4, το 4Χ4 παρκαρισμένο έξω από το σπίτι, το φούρνο μικροκυμάτων στην κουζίνα και την LCD στο σαλόνι. Και αναρωτιέμαι πάλι. Η Ελλάδα πότε έζησε μια καλή στιγμή; Γιατί από ότι φαίνεται, μετά τον χρυσούν αιώνα του Περικλέους, η άσπρη μέρα δεν ήρθε ποτέ. Και το τραγικό είναι ότι θα την περιμένουμε για πάρα πολύ ακόμα…