Η γοητεία του ορίζοντα (Greek News 19/07/2010)


«Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς, τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής»
Κωνσταντίνος Καβάφης

Από το μικρό και ήσυχο λιμάνι βλέπεις τη Χώρα. Εκείνη με τις πλατείες, με την κίνηση και με τον κόσμο να πηγαίνει από το ένα μπαράκι στο άλλο, καθήμενος στα κάτασπρα πεζούλια. Εκεί που όλοι γίνονται μια παρέα. Εκεί που βλέπεις χαμόγελα και καλή διάθεση. Εκεί που ξεχνιέσαι, εκεί που ξεχνάς. Εκεί που κανείς δεν είναι δήθεν. Εκεί που σε εξυπηρετούν με χαμόγελο. Εκεί που σκέφτεσαι, πώς να ναι η ζωή το χειμώνα.

Η μεγαλειώδης ομορφιά των απόκρημνων βράχων κόβει την ανάσα και ο ήλιος που ταλανίζει την πέτρα σε ζαλίζει όμορφα το απομεσήμερο. Η παραλία με το άσπρο βότσαλο δροσίζει το βλέμμα και ο ήχος του κύματος αλμυρίζει το δέρμα. Το απέραντο γαλάζιο του ουρανού που ενώνεται αδιόρατα με το βαθυμπλέ του Αιγαίου μοιάζει να ξεκλειδώνει τη σκέψη, τη συνείδηση, την ελπίδα, τη νοσταλγία, το δάκρυ και το χαμόγελο. Εκείνη η αδιόρατη γραμμή του ορίζοντα έχει μια αδιαμφισβήτητη γοητεία, τουλάχιστον για εκείνους που αποζητούν την ελευθερία.

Εκεί πάνω στη Χώρα –την ωραιότερη λένε των Κυκλάδων- υπάρχει ένας τεράστιος βράχος –του Κύκλωπα θα νόμιζε κανείς. Είναι πλατύς, λείος από τα ανηλεή μελτέμια του Αυγούστου και μαύρος. Δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Αλλά κάπου, στρίβοντας σε κάποιο χωματένιο μονοπάτι, ξεπροβάλει σα θρόνος, προκαλώντας σε να τον επισκεφτείς, γιατί κάτι έχει να σου πει. Ή μήπως θέλεις εσύ να του πεις?... Με το που κάθεσαι στο βράχο, μόνος, εσύ, ο αέρας, η θάλασσα και κάτι βασανισμένοι παρακείμενοι θάμνοι, λαμβάνει χώρα μια αυτόματη, ακούσια, απίστευτη λειτουργία. Σκέψεις. Χιλιάδες σκέψεις κατακλύζουν τον εγκέφαλο. Αξιολογείς, μετανιώνεις, αναλογίζεσαι, απογοητεύεσαι, ενθαρρύνεσαι, αναρωτιέσαι, θυμάσαι, νοσταλγείς, ελπίζεις, ονειρεύεσαι, αφήνεσαι, βασανίζεσαι, υποθέτεις, αναλύεις, λυγίζεις, τεντώνεσαι και εύχεσαι να μην εμφανιστεί κανείς και σου χαλάσει τον ειρμό. Άλλωστε υπάρχει καλή παρέα. Κάτασπροι γλάροι, μικρά σαμιαμίδια που εμφανίζονται και εξαφανίζονται με ταχύτητα φωτός και λόγω υψόμετρου κάτι τεράστια μαύρα πουλιά, που η αλήθεια είναι πως δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν είναι κοράκια, κουρούνες, καρακάξες ή κάνας γύπας. Ήσυχοι επισκέπτες. Έρχονται και φεύγουν, χωρίς να ενοχλούν.

Το βλέμμα αλαφρώνει στον ορίζοντα και ο εγκέφαλος καλπάζει. Προσπαθεί να προλάβει τις σκέψεις, που τρέχουν γρηγορότερα από τα άνωθι αναφερθέντα ερπετά. Το ειρωνικό του πράγματος είναι ότι παρά την ομορφιά, τη γαλήνη, την απόλυτη ισορροπία του τοπίου και την ηρεμία, οι σκέψεις που σφηνώνονται στο μυαλό δεν αφορούν κάτι αλαφρύ και επιφανειακό. Στις σπάνιες αυτές ευκαιρίες που έρχεσαι κόντρα με τον εαυτό σου, οι θύμησες είναι ιδιόμορφες. Περίεργες. Βαθιές. Αντισυμβατικές. Πολυδιάστατες. Άλλωστε εκείνος που θα επιδιώξει λίγη από αυτή τη μοναξιά, σημαίνει πως κάτι τον ταλανίζει. Κάτι τον καίει στην ψυχή.

Μισοκλείνοντας τα μάτια από τον αέρα, νιώθοντας τον ήλιο να καίει τον βράχο και την σμαραγδένια θάλασσα να λαμπυρίζει επικινδύνως πανέμορφα, αναρωτιέσαι. Τι έγινε. Πως έγινε. Γιατί έγινε. Πως θα μπορούσε να γίνει. Ποια ήταν η εναλλακτική. Γιατί το αντιμετώπισες έτσι. Γιατί δεν σκέφτηκες παραπάνω. Γιατί δεν χαμογέλασες, αντί να θυμώσεις. Γιατί δεν σκέφτηκες, προτού μιλήσεις. Γιατί δεν ζύγισες, προτού καταλήξεις. Γιατί βιάστηκες και δεν πήρες ανάσα. Γιατί δεν μίλησες, ενώ μπορούσες. Γιατί δεν απάντησες, ενώ ρωτήθηκες. Γιατί δεν έφυγες, αντί να μείνεις. Γιατί δεν έδωσες κι άλλα, ενώ μπορούσες. Γιατί δεν μαζεύτηκες, ενώ έπρεπε. Και όλα αυτά σ’ ένα δολοφονικό συνδυασμό εικόνων, προσώπων, εκφραστικών μορφασμών, έντονων βλεμμάτων, αγριεμένων αποκρίσεων.

Αν το καλοσκεφτείς, είναι σαν ταινία. Μια ταινία που δεν παίχτηκε ποτέ και ένα σενάριο που δεν ακούστηκε. Με πρόσωπα, πρωταγωνιστές, κομπάρσους και σκηνικά. Μόνο που όλα αυτά έχουν ταπετσαρία το Αιγαίο και εκείνη την αδιόρατη μπλε γραμμή. Μια ταινία που όμως δεν έπαιζες εσύ, αλλά κάποιος άλλος. Γιατί όλες οι εναλλακτικές εικόνες που σκέφτηκες ήταν ό,τι ΔΕΝ έκανες. Και όταν δεν κάνεις κάτι, σημαίνει πως δεν αισθάνεσαι να το κάνεις. Σημαίνει πως κάτι μέσα σου σε σπρώχνει να μην το κάνεις. Σημαίνει πως αν το ‘κανες, δεν θα ‘σουνα εσύ. Και σε ποιον αρέσει να πιέζεται? Κι όμως…

Η ελευθερία είναι υπέροχη. Στη σκέψη, στην ελπίδα και το όραμα. Το άπειρο πρέπει να είναι πάντα η πυξίδα μας. Η καλύτερη δουλειά, το καλύτερο μέλλον, οι καλύτεροι φίλοι, ένα καλύτερο εγώ. Ακόμα λοιπόν και αν οι εναλλακτικές που σκέφτηκες δεν αντιπροσώπευαν εσένα, έχουν διττή σημασία. Πρώτον, ότι σκέφτεσαι, ότι βασανίζεις εαυτόν και δεν επαναπαύεσαι «σ’ ότι έρθει» και δεύτερον, ότι έχεις την ανάγκη να γίνεις καλύτερος. Έχεις την ανάγκη να βρεις την άκρη του κουβαριού, που σε οδήγησε στη λάθος απόφαση, στη λάθος αντίδραση, στη στρεβλωμένη σκέψη. Έχεις ανάγκη να παραδειγματιστείς από τα δικά σου λάθη και ίσως να καταφέρεις την επόμενη φορά να κάνεις το σωστό ή τουλάχιστον το πιο λογικό. Και επειδή το έλλογο είναι υποκειμενικό –που λέει ο λόγος-, να κάνεις εκείνο που θα ήταν καλύτερο για σένα και τον άλλο ή τους άλλους… ή την κατάσταση.

Η λογική είναι περίεργο πράγμα τελικά. Κάτι που για σένα είναι αυτονόητο, για τον άλλον είναι ΑΔΙΑνόητο. Κάτι που για σένα είναι μια φυσική συνέχεια, για κάποιον άλλον είναι μια ανώμαλη προσγείωση. Κάτι που για σένα βγάζει νόημα, ο άλλος δεν το έχει καν αναλογιστεί. Κάτι που νόμιζες ότι θα τον ευχαριστούσε, τον εξαγρίωσε. Εντέλει αυτή η λογική δεν βγάζει κανένα νόημα, αν είναι μόνο δική σου!

Η ώρα περνά δραματικά γρήγορα και απελπιστικά αργά, ταυτόχρονα. Ένα καράβι ξεχωρίζει, μίλια μακριά. Εκεί που με το ζόρι φαίνονται οι κορυφογραμμές ενός άλλου παραδείσου. Ξαφνικά δεν είσαι μόνος πλέον. Εκατοντάδες μάτια, νιώθεις να σε κοιτούν κι ας είσαι μια κουκίδα σε ένα βράχο από το φινιστρίνι. «Άντε φύγε… προχώρα», σίγουρα σκέφτεσαι. «Θέλω να μείνω μόνος. Να βγάλω άκρη.»

Οι σκέψεις σιγά-σιγά λιγοστεύουν. Σα να χάνονται στην αδιόρατη γραμμή. Οι εικόνες ξεθωριάζουν. Τα λάθη μοιάζουν μακρινά. Οι εναλλακτικές βαρετές. Η σκέψη βαραίνει, κουράζει και είναι και καλοκαίρι. Και κάνει και ζέστη. Και ξαφνικά, μαζεύτηκαν πολλοί γλάροι στην άκρη του βράχου, ανενόχλητοι από την ακινησία που επέβαλαν οι στοχασμοί στο σώμα. Ξαφνικά η μοναξιά γίνεται αβάσταχτη και ασήκωτη. Σχεδόν εκκωφαντική. «Τι κάνω εδώ πάνω?». Αναζητάς και πάλι το βλέμμα, το χαμόγελο, την κίνηση, τις φωνές, τον ήχο.

Ο βράχος κούρασε. Το χωματένιο μονοπάτι μέχρι τη Χώρα μοιάζει ατέρμονο, αλλά ξέρεις πως μετά από λίγη ώρα θα ξεπροβάλει η Ιθάκη. Όποια κι αν είναι αυτή. Άλλωστε ο καθένας έχει τη δική του Ιθάκη. Οι περισσότεροι –ευτυχώς- έχουν την Ιθάκη που τους αξίζει. Εκείνη για την οποία πάλεψαν ή δεν πάλεψαν. Εκείνη για την οποία κουράστηκαν ή κούρασαν. Όσο δε πιο πολύ την κούρασαν, chances are ότι τόσο πιο παραδεισένια θα ‘ναι. Που να’ ναι άραγε εκείνο το οικείο βλέμμα? Που είναι εκείνο το οικείο χάδι? Οι κινήσεις που ξέρεις καλά? Δεν μπορεί… Κάπου σε εκείνο το γωνιακό καφενείο… σίγουρα θα ξεπροβάλλουν. Προχωράς με ελπίδα. Και ναι. Είναι εκεί. Με τα σοφιστικέ μυωπικά γυαλιά. Διαβάζοντας το Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη, κάτω από την πυκνή σκιά της φούξια βουκαμβίλιας. Ένα μισοάδειο πακέτο τσιγάρα και ένα άδειο μπουκαλάκι ρακί. Και κάτι πάγοι που έχουν λιώσει στην απογευματινή ντάλα. Και είναι καλή η ελευθερία του ορίζοντα, μα καλύτερη ακόμα είναι η ζέστα της οικειότητας, των κινήσεων, του βλέμματος και της αγάπης εκείνου που σε ξέρει και ξέρεις καλά.

"Mea Culpa" Part B? (Δημοσίευση στην εφημερίδα Greek News 12/07/2010)


Το ΔΝΤ και η Ε.Ε διέταξαν μέσω του μνημονίου μείωση μισθών, συντάξεων, αύξηση φόρων, πάταξη της φοροδιαφυγής, αύξηση των κρατικών εσόδων. Ίσως ο Παπανδρέου να μην είχε άλλη επιλογή. Ίσως όμως και να είχε. Άλλωστε το παρεμβατικό παρελθόν του ΔΝΤ σε άλλες χώρες δεν ήταν και ιδιαίτερα επιτυχημένο, με παραδείγματα όπως αυτά της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και φυσικά της Αργεντινής. Πάντως, ο ένας μετά τον άλλον, σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί μειώνουν τις κρατικές δαπάνες και επιδοτήσεις, σε μια προσπάθεια να μειώσουν τα δραματικά ελλείμματα και τα χρέη, αλλά και να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να μειώσουν τα επιτόκια δανεισμού και να βελτιώσουν την ανάπτυξη.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι έχουμε περάσει τα δύσκολα. Κάποιοι ότι ακόμα δεν έχουμε δει τα χειρότερα –σε παγκόσμιο και όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο. Όμως η αλήθεια είναι ότι η ανεργία καλπάζει –σε Ευρώπη και Αμερική-, ενώ η κατανάλωση έχει πέσει κατακόρυφα. Αυτό σημαίνει ότι δεν κινείται η αγορά, ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη στον ιδιωτικό τομέα, ότι δεν γίνονται επενδύσεις και ότι ο κόσμος είναι γενικώς εξαιρετικά επιφυλακτικός. Μήπως, λοιπόν, δεν έχουμε δει ακόμα τα χειρότερα?

Η μείωση του ελλείμματος δημιουργεί κάποιες επιπλοκές στον ιδιωτικό τομέα, καθώς σε συνδυασμό με την αύξηση των φόρων, αφαιρείται ρευστό από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ενώ από την άλλη με τις μικρότερες κρατικές δαπάνες, κατακρατούνται χρήματα, τα οποία θα ρίχνονταν otherwise στην αγορά. Επιπροσθέτως, οι επιχειρήσεις, επενδύουν λιγότερα χρήματα, κάτι που καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση.

Σύμφωνα με στατιστικές που αφορούν στην Αμερική, τα τελευταία 15 χρόνια, οι επιχειρήσεις αποταμιεύουν περισσότερο και επενδύουν λιγότερο. Σε μια έκθεση του 2005 της JPMorgan Research αναφέρεται ότι από το 2002, οι αμερικανικές εταιρείες είχαν κατά μέσο όρο καθαρό πλεόνασμα της τάξης του 1.7% του ΑΕΠ, που ήταν μια ριζική αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα 40 χρόνια, που παρουσίαζαν έλλειμμα της τάξης του 1.2% επί του ΑΕΠ. Πιο πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι διάφορες εταιρείες στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και την Κίνα, εμφανίζουν επίσης πλεονάσματα, άνευ προηγουμένου.

Ο λόγος για τον οποίο έχουν στροφή στην αποταμίευση είναι γιατί οι κρατικές εταιρείες ανησυχούν ιδιαίτερα για τα κέρδη ανά τετραμηνία. Για να επιδείξουν βραχυπρόθεσμα κέρδη, αποφεύγουν να επενδύσουν σε μελλοντική ανάπτυξη. Ως γνωστόν, για να αναπτυχθούν νέα προϊόντα, να αγοραστεί νέος εξοπλισμός και για να επεκταθεί μια επιχείρηση απαιτείται κεφάλαιο. Απαιτούνται επενδύσεις σε έρευνα αγοράς, σε σχεδιασμό προϊόντων, σε νομικά έξοδα, σε πιθανές εξωτερικές συνεργασίες και φυσικά σε πρόσληψη νέου προσωπικού.

Αντί αυτών, οι εταιρείες προτιμούν να πληρώνουν υπέρογκα bonus στα ανώτατα στελέχη τους, να εκδίδουν ειδικά μερίσματα ή ακόμα και να «παίζουν» στο χρηματιστήριο, αποσκοπώντας σε εύκολη κερδοφορία. Αυτό όμως σημαίνει ότι δημιουργούν μια εκούσια τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη.

Ένα ακόμα πρόβλημα για την οικονομία είναι ότι όταν άρχισε η κρίση, οι οικογένειες, αλλά και τα μονομελή νοικοκυριά άρχισαν να μειώνουν δραστικά τα έξοδά τους, ενισχύοντας έτσι τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς ή και προσπαθώντας να μειώσουν τις δόσεις δανείων και καρτών (που είναι άλλη μια μορφή αποταμίευσης). Αυτό ακριβώς γίνεται και στην Ελλάδα, όπου τα νοικοκυριά, ειδικά τον τελευταίο χρόνο, αποταμιεύουν πολύ περισσότερο, σε σχέση με παλαιότερα χρόνια. Προφανώς, λόγω φόβου για το μέλλον. Άλλωστε οι προβλέψεις δεν είναι και ιδιαίτερα ευοίωνες.

Όταν λοιπόν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να αποταμιεύσουν περισσότερο και να ξοδεύουν λιγότερα, για να υπάρχει ισορροπία στην οικονομία πρέπει η κυβέρνηση και ο κλάδος εισαγωγών-εξαγωγών να εκταμιεύουν περισσότερα και να αποταμιεύουν λιγότερα. Με άλλα λόγια, πρέπει να υπάρχει ένα μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα, ένα μεγαλύτερο κρατικό έλλειμμα ή ο συνδυασμός και των δύο. Αυτά, απλοϊκά δοσμένα, δεν είναι φιλοσοφίες κάποιας οικονομικής θεωρίας, αλλά απλή λογιστική.

Τι γίνεται λοιπόν όταν η κυβέρνηση αποφασίσει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα αυστηρότητας, όπως ακριβώς γίνεται στην Ελλάδα? Θα παγώσει το εισόδημα και θα πέσουν τα κέρδη. Τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για τις επιχειρήσεις. Μήπως λοιπόν η πολιτική της κυβέρνησης Παπανδρέου είναι λανθασμένη? Σίγουρα τα δημόσια οικονομικά απαιτούσαν άμεσο συμμάζεμα, αλλά μήπως αναζητήθηκαν και τώρα εφαρμόζονται λάθος τρόποι μείωσης του κρατικού ελλείμματος και αύξηση των εσόδων?

Για τις ΗΠΑ, η ως άνωθι ανάλυση δεν είναι απαραίτητα κακή, αφού οι χαμηλότεροι μισθοί και οι εξίσου χαμηλότερες τιμές ενδεχομένως κάνουν τα αμερικανικά προϊόντα πολύ πιο ανταγωνιστικά στις ξένες αγορές. Αλλά μαζί με την πτώση του εισοδήματος, θα γίνει εξαιρετικά δύσκολη η αποπληρωμή δανείων και καρτών. Η αδυναμία αυτή σε συνδυασμό με την επιλογή της πτώχευσης, θα διαβρώσουν περαιτέρω το οικονομικό σύστημα και η πίστωση θα γίνει ακόμα δυσκολότερη. Ενώ, υπάρχει ταυτόχρονα ο κίνδυνος έκρηξης του πληθωρισμού –με πτώση τιμών και μισθών, κάτι που όπως ξέρουμε πολύ καλά ήδη ισχύει στην Ελλάδα.

Ίσως αντί οι κυβερνήσεις να επιδιώκουν μείωση των κρατικών επενδύσεων, πρέπει να δημιουργήσουν κίνητρα για να μπορούν οι επιχειρήσεις να επανεπενδύσουν τα κέρδη τους για ανάπτυξη και επέκταση. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με μια πιο επιθετική φορολογική πολιτική για τα παρακρατηθέντα κέρδη, που δεν επανεπενδύονται εντός δύο ή τριών ετών, λόγου χάρη. Μια ακόμα πιθανή προσέγγιση θα μπορούσε να είναι η φορολόγηση στις αποδόσεις των επιχειρηματικών επενδύσεων, κάτι που ουσιαστικά θα εμποδίσει τις επιχειρήσεις από την επανεπένδυση με στόχο την κερδοφορία και όχι την ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση πρέπει να ενθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις σε εθνικό επίπεδο, δίνοντας τα ανάλογα κίνητρα, σε τομείς όπως η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, για παράδειγμα. Οι φόροι και οι ρυθμιστικές πολιτικές είναι απαραίτητες και πρέπει να κατανοήσουμε ότι το κυβερνητικό έλλειμμα πρέπει να αντισταθμίζει την επιχειρηματική αποταμίευση.

Στην Ελλάδα, αντί να προσπαθήσουμε να βρούμε ίσως λίγο πιο δύσκολες λύσεις, επιλέξαμε τον δρόμο της εξωτερικής οικονομικής βοήθειας, επιδεικνύοντας –χρόνια τώρα- έλλειψη καινοτόμου σκέψης και έξυπνων, ευέλικτων επιλογών. Η κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και τη δική της δυναμική. Η δυναμική της Ελλάδας και τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα –όσα έχουν μείνει- είναι διαφορετικά από εκείνα της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, των ΗΠΑ ή της Γερμανίας. Κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα τη χώρα, από ότι οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζουν εδώ. Και αυτό είναι κάτι που έχουμε επισημάνει πολλάκις. Παραλείποντας, για ευνόητους λόγους, την κριτική της πολιτικής προηγούμενων κυβερνήσεων, πιστεύω ότι η στροφή του Παπανδρέου στην εξωτερική βοήθεια δεν ήταν η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα. Η έλλειψη πυγμής, νέων ιδεών, ενδελεχούς μελέτης και ανάλυσης, αποφασιστικότητας, διορατικότητας και άμεσης ευελιξίας θα καταστήσει το μνημόνιο ένα πολύ –πάρα πολύ- ακριβό τίμημα για τα ελληνικά νοικοκυριά. Ευελπιστούμε ότι ο δρόμος που ακολουθήθηκε δε θα οδηγήσει τον γιο στο να επαναλάβει μετά από μερικά χρόνια το «mea culpa» του πατέρα του, σε διαφορετικό επίπεδο αυτή τη φορά.