Όταν τα μάρμαρα έγιναν πέτρες


Πριν από 2 χρόνια, ένας καθηγητής φιλοσοφίας του Αριστοτελείου μου είχε πει πως οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με τους αρχαίους. Θυμάμαι ότι είχα νιώσει περίεργα όταν το άκουσα, καθότι δεν ήμουν εις θέσιν να διαφωνήσω εντόνως, ούτε είχα επιχειρήματα να προβάλλω. Απλά ήξερα ότι δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η πεποίθηση, εκφρασμένη από έναν Έλληνα. Η αλήθεια είναι όμως ότι αποτελεί παγιωμένη άποψη για κάποιους ξένους και ειδικά τους Γερμανούς. Με πλήρη επίγνωση των λεχθέντων μου, τολμώ να πω ότι οι Γερμανοί και οι Τούρκοι αποτελούν δύο από τις πιο μισητές φάρες αυτού του (μάταιου) κόσμου. Το αστείο είναι ότι πάντα το πίστευα αυτό. Και το επίσης «αστείο» είναι ότι όταν είδα να καίνε τη σημαία της Γερμανίας στο Σύνταγμα, ένιωσα αγαλλίαση. Οι Γερμανοί –όπως και οι Τούρκοι- είναι ένας βάρβαρος λαός, χωρίς συναίσθημα, με μίσος και βαθύ κομπλεξισμό για οτιδήποτε μπορεί να είναι πνευματικά ανώτερο από αυτούς. Αμφότεροι λαοί κατέστρεψαν τα πάντα στο πέρασμά τους, σκότωσαν εκατομμύρια ανθρώπους, λήστεψαν, έκαψαν, βανδάλισαν και εξευτέλισαν τις χώρες από τις οποίες πέρασαν. Οι μεν λόγω παράνοιας και οι δε λόγω παντελούς έλλειψης πολιτισμού. Τους Τούρκους δεν τους αδικώ. Τόσα ήξεραν… Οι Γερμανοί όμως είναι ειδεχθείς. Και με μια ματιά στις φάτσες τους, το καταλαβαίνεις αμέσως.

Δεν πρόκειται κανείς και ποτέ να μου κλέψει την περηφάνια που νιώθω ως Ελληνίδα και ως απόγονος του Αριστοτέλη, του Σωκράτη, του Σοφοκλή και του Ιπποκράτη. Δεν ξέρω που ακριβώς στηρίζεται η πεποίθηση ότι δεν έχουμε καμία σχέση με τους αρχαίους Έλληνες, αλλά τη θεωρώ αβάσιμη, άτοπη, άνευ ουσίας και άνευ σοβαρότητας. Από την άλλη, δεν ξέρω τι να πιστέψω ή να νιώσω μετά από γεγονότα σαν τα χτεσινά (12/02/2012). Από τη μία προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει η λέξη «αντιεξουσιαστής» και από την άλλη τι λογική έχει να καταστρέφεις ξένες περιουσίες και να αφήνεις στο δρόμο ιδιοκτήτες και εργαζόμενους. Το φρούτο του «μπάχαλου» δεν το κατάλαβα ποτέ. Και η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να το καταλάβω. Μπορώ όμως σίγουρα να το αποδώσω σε υπανθρώπους, καθυστερημένους, συναισθηματικά βλαμμένους, άχρηστους, τεμπέληδες, δολοφόνους, παρίες, αντικοινωνικούς και βαθιά διαταραγμένες προσωπικότητες, χωρίς ελπίδα αναστροφής. Όπως ένας ασθενής σε κώμα. Μόνο που αυτοί θέλουν ξύλο. Τόσο ξύλο, μέχρι να μείνουν αναίσθητοι.

Στεναχωριέμαι τόσο βαθιά για τη χώρα μου και για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα. Ίσως αν ήμουν στην ηλικία των γονιών μου να μην αισθανόμουν τόσο έντονα. Αλλά έχοντας –ελπίζω- πολλά χρόνια ακόμα μπροστά μου, τρομάζω με τη σκέψη της προοπτικής ή ακόμα χειρότερα της έλλειψής της. Δεν είμαι σίγουρη για το που πάμε, αλλά είμαι σίγουρη ότι ο παράδρομος αυτός δεν είναι ο σωστός, αφού οδηγεί διαρκώς σε αδιέξοδο. Με κάθε νέα δανειακή σύμβαση, με κάθε νέο μέτρο και με κάθε νέα περικοπή νιώθω ότι απλά σκάβουμε μία απειροελάχιστη τρύπα στον τοίχο, από την οποία μόλις και παίρνουμε αέρα, μέχρι να ξαναπέσουμε στον επόμενο τοίχο κ.ο.κ.

Όλη αυτή η ιστορία έχει αρχίσει να γίνεται σαν κακόγουστο κόμικ, των οποίων οι χαρακτήρες είναι κάτι φρικαλέα ανδρείκελα που περιφέρονται στην κοινωνία, ζητώντας αποδοχή και μιλώντας σαν εξωγήινοι. Παρακολουθούσα χθες στη Βουλή τον Παπανδρέου και τον Παπαδήμο –χώρια από τους υπόλοιπους-, οι οποίοι μιλούσαν με τέτοια ηρεμία και απάθεια, λες και βρίσκονταν σε προεκλογική καμπάνια. Έξω καιγόταν η Αθήνα και αυτοί αγόραζαν αγρούς. Και καλά ο Παπανδρέου είναι γνωστός λήπτης ληγμένων φαρμάκων –αυτό το έχουμε καταλάβει εδώ και δυόμιση χρόνια. Αλλά από τον Παπαδήμο περίμενα κάτι καλύτερο, από το να μας επιδεικνύει ένα εκνευριστικό μειδίαμα, όταν και μόνο όταν δεν ενέπιπτε σε σαρδάμ. Έφτασα σε σημείο να προτιμώ τον Βενιζέλο να ουρλιάζει, επιδεικνύοντας τουλάχιστον κάποιο είδος νεύρου, παρά τις κοιμησιάρικες ομιλίες των υπολοίπων άλιεν, που έβγαιναν στις τηλεοράσεις σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Κάποια στιγμή, παρακολουθώντας τα υπέροχα νεοκλασικά αθηναϊκά κτίρια να φλέγονται, σκεφτόμουν ότι όλοι αυτοί οι καθυστερημένοι, ανεγκέφαλοι κουκουλοφόροι μπορεί να φτάσουν και μέχρι την Ακρόπολη. Νομίζω ότι αυτό θα ήταν κάτι που θα με έκανε να βγω από το σπίτι μου, με μαχαίρι και δολοφονικές διαθέσεις. Και δεν θα δίσταζα ούτε λεπτό. Μετά άκουσα τον Παπουτσή –γνωστό άχρηστο από εποχή Ευρωβουλής- να λέει αυτά τα λαϊκίστικα του τύπου «η βία είναι εχθρός της δημοκρατίας» και άλλα ευτράπελα, λες και δεν ήταν υπεύθυνος για την πλήρη αποτυχία αντιμετώπισης της καταστροφής, που ήξεραν πολύ καλά ότι θα λάβει χώρα. Όλη την προηγούμενη βδομάδα είχε άλλωστε κυκλοφορήσει ευρέως ότι χθες (12/02/2012) «θα χυνόταν αίμα». Ευτυχώς δεν χύθηκε αίμα, αλλά από την άλλη δεν έμεινε και τίποτα όρθιο.

Για κάποιον λόγο αδυνατώ να πιστέψω ότι όλοι αυτοί οι κουκουλοφόροι ή ότι έστω και κάποιοι από αυτούς είναι Έλληνες. Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό. Δεν μπορώ να φανταστώ Έλληνα να ακούει τον μαγαζάτορα να του λέει «σε παρακαλώ, πάρε το εμπόρευμα, αλλά μη μου κάψεις το μαγαζί» και να του πετάει μολότοφ, να τον σπάει στο ξύλο και να βάζει μπουρλότο στα πάντα. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι οι 45 ταυτόχρονοι εμπρησμοί ήταν τυχαίοι. Αυτά είναι έργα ανθρώπων χωρίς συναίσθημα. Ανθρώπων που δεν έχουν σχέση με τον τόπο αυτό. Ανθρώπων βαλτών. Κατευθυνόμενων. Ανθρώπων πληρωμένων με πολλά λεφτά. Το θέμα είναι από ποιους. Δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν κάποτε αποδεικνυόταν ότι υπάρχει γερμανικός δάκτυλος, πίσω από όλα αυτά. Αμερικάνοι πάντως δεν είναι σίγουρα. Κάποιοι λένε ότι όλοι αυτοί είναι μέλη της αστυνομίας, αλλά αυτό μου φαίνεται λίγο δύσκολο, εκτός και αν τους έχουν δώσει πολλά λεφτά. Έχω όμως καλύτερη άποψη για το σώμα της αστυνομίας. Αντίθετα, έχω χείριστη άποψη για εκείνους που την κατευθύνουν. Τις εκάστοτε κυβερνήσεις δηλαδή.

Από τα Wikileaks είχε αποκαλυφθεί ότι ο Καραμανλής τελούσε υπό απειλή για τη ζωή του και αυτό αποκλείεται να αποτελούσε μεμονωμένο συμβάν. Η Ελλαδίτσα είναι σφιγμένη στη μέγγενη των ξένων δυναστών, που εποφθαλμιούν τον πλούτο και το εργατικό της δυναμικό. Σιγά-σιγά όλα δρομολογούνται έτσι ώστε η χώρα να καταστραφεί ολοσχερώς και από πάσης απόψεως, για να μείνει κατόπιν το πεδίο ανοιχτό στα απανταχού κοράκια. Χρόνια μας πολεμάνε από τα παράθυρα. Αλλά ο Γιώργος Παπανδρέου άνοιξε διάπλατα τις πόρτες. Εκεί… από το Καστελόριζο. Χωρίς ντροπή. Σχεδόν γελώντας.

Κουβαλάμε μία βαριά ιστορία. Όσο κι αν προσπαθούν, δεν μπορούν να μας την κλέψουν. Ούτε μπορούν να την αλλοιώσουν. Προσπαθούν όμως να την αμαυρώσουν. Με κάθε τρόπο. Διοχετεύοντας κακοποιά στοιχεία κάθε μορφής, καταφέρνουν πόντο-πόντο να διαβρώνουν την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτεία. Το ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων, η παροχή ψήφου σε λαθρομετανάστες, η απελευθέρωση από τις φυλακές –δήθεν λόγω έλλειψης χώρου- και πολλές ακόμα πολιτικές που νομιμοποιούνται με υποπαραγράφους νομοσχεδίων που ποτέ δεν μαθαίνουμε. Δεν δέχομαι ότι ο Έλληνας έχει στραφεί εναντίον του Έλληνα. Δεν δέχομαι ότι Έλληνας θα στερήσει –αυτή την εποχή- τη δουλειά από έναν άλλο Έλληνα. Γιατί από την άλλη βλέπουμε την εξαιρετικά συγκινητική απήχηση του κόσμου στην έκκληση της Αρχιεπισκοπής και διαφόρων άλλων φορέων για βοήθεια προς τους αστέγους. Χιλιάδες άνθρωποι προσφέρουν καθημερινά ρούχα και φαγητό, τόσο που οι αποθήκες του Δήμου γεμίζουν ασφυκτικά. Ο Έλληνας βοηθά τον συνάνθρωπο σε ανάγκη. Και αυτό είναι το μόνο που έχει αποδειχθεί. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι καταστροφές γίνονται από ελληνικά χέρια.

Χθες βράδυ το Κολωνάκι ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. Δεν ακουγόταν τίποτα από πουθενά. Από το ύψος της Δεξαμενής αργά τη νύχτα, ο αρρωστημένος ουρανός ήταν φωτισμένος από τα φλεγόμενα κτίρια και ακριβώς απέναντι στο βάθος η Ακρόπολη. Ανάμικτα συναισθήματα ντροπής, βαθιάς λύπης, θυμού, αγανάκτησης και απορίας. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από τα χημικά και τις μολότοφ. Η Ελλάδα αιμορραγεί, αλλά κανείς δεν απλώνει το χέρι να τη βοηθήσει. Τουναντίον την σπρώχνουν ακόμα πιο κάτω. Και εμείς καρτερικά αναμένουμε το πότε οι πέτρες θα ξαναγίνουν ένδοξα μάρμαρα…